-
1 προς-κατα-βόλημα
προς-κατα-βόλημα, τό, = Vorigem, Suid.
-
2 προςκαταβολή
προς-κατα-βολή, ἡ, u. προς-κατα-βόλημα, τό, das Nachzahlen, Zuschießen; im Ggstz von προκαταβολή heißt so das, was der Pächter von Staatsgefällen später zu zahlen hat
1 προς-κατα-βόλημα
προς-κατα-βόλημα, τό, = Vorigem, Suid.
2 προςκαταβολή