-
1 προς-κάτ-ημαι
προς-κάτ-ημαι, ion. = προςκάϑημαι, Her.
-
2 ημαι
(2 и 3 л. sing. praes. ἧσαι, ἧσται, 3 л. pl. praes. ἦνται, inf. ἦσθαι, part. ἥμενος, imper. ἧσο, ἥστω; impf. ἥμῃν, ἧσο, ἧστο, 3 л. pl. ἧντο)1) сидеть, восседать(σεμνὸν σέλμα, ἐν θρονοις Aesch.)
ἐγὼ ἥμην ἐκπεπληγμένη φόβῳ Soph. — я сидела, пораженная страхом2) сидеть, пребывать, находиться, быть(ἐνὴ δίφρῳ, ἄκρῳ Ὀλύμπῳ Hom.; κατ΄ οἴκους Eur.)
παρὰ νηυσὴν ἧσθαι Hom. — сидеть, т.е. оставаться у кораблей;ἐρετμοῖς ἥμενοι Eur. — сидящие на веслах;οἱ ἐν ἀρχαῖς ἥμενοι Eur. — заседающие в государственных учреждениях, т.е. должностные лица, власти;πρὸς ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται Eur. — в душе моей есть уверенность;ἧσθαι πόλιν ἀμφί Hom. — расположиться вокруг города;ἧσθαι πρόσθε τειχέων Eur. — находиться у (городских) стен;τῇ καὴ Δήμητρος ἱρὸν ἧσται Her. — (там), где находится святилище Деметры;πεφυλαγμένος ἦσο Her. — будь настороже3) глубоко сидеть, быть низко расположенным(ἥμενος χῶρος Theocr.)
-
3 ἧμαι
ἧμαι,Aἧσαι, ἧσται E.Alc.
(v. infr.) (but κάθ-ηται, v. κάθημαι), ἧσθον h.Ap. 456
,ἥμεθα, ἧστε, ἧνται Call.Fr. 122
, [dialect] Ep.εἵᾰται Il.10.100
,ἕᾰται 3.134
(κατέαται Hdt.1.199
); imper.ἧσο Hom.
, ἥσθω ([etym.] καθ-) A.Pr. 916; subj. and opt. only in compd. καθ-; inf. ἧσθαι; part. ἥμενος: [tense] impf. ἥμην, ἧσο, ἧστο (but ἐκάθητο, καθ-ῆτο, v. κάθημαι), dual ἥσθην (), pl. ἥμεθα (ἥμεσθα E.IA88
),ἧσθε Cratin.142
, ἧντο, [dialect] Ep.εἵᾰτο Il.7.61
, ἕᾰτο ib. 414,ἐκατέατο Hdt.8.73
(v.l. ἐκαθ-): (I.-E. ēs-, cf. Skt. āste (= ἧσται) 'sits'; aspirate borrowed from ἵζω, ἕζομαι; [dialect] Ep. εἵαται εἵατο fr. ἥαται ἥατο (which shd. perh. be restored) through ἕαται ἕατο):—to be seated, sit, Il.1.498, etc.: freq. with collat. sense, sit still, sit idle, 2.255, 18.104, etc.;ἧσθαι ἐν εἰρήνῃ Callin.1.4
;κατ' οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων E.Fr.10
; of an army, encamp, Il.15.740, 24.542;πόλιν ἀμφί 18.509
;πρόσθε τειχέων E.Supp. 664
; of a spy, lurk, Il.18.523: metaph., πρὸς ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται c. acc. et inf., E.Alc. 604 (lyr.); lie hid, ἥατ' ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππῳ, i.e. in the wooden horse, Od.8.503, cf. 512; of magistrates,ἐν ἀρχαῖς ἥμενοι E. Andr. 699
; (lyr.); later, of things, lie,ἱρὸν ἧσται Hdt.9.57
;ἐπὶ στέγος ἱερὸν ἧνται κάλπιδες Call. Fr. 122
, cf. Luc.Syr.D.31; ἡμένῳ ἐν χώρῳ (or χόρτῳ ) in a low place, Theoc.13.40:—Constr.: mostly with Preps.,ἐνὶ δίφρῳ Il.16.403
, cf. A.Pr. 368, etc.;ἐπὶ κορυφῆς Il.14.158
;ἐπ' ἐσχάραις A.Eu. 806
;παρὰ κλισίῃ Il.1.330
, etc.;ἀνὰ Γαργάρῳ 15.153
: c. dat.,Ὀλύμπῳ 13.524
, cf. 21.389, etc.; ἐρετμοῖς at the oar, E.Cyc.16;ἀνορόφοις πέτραις Id.Ba. 38
: rarely c. acc., A.Ag. 183 (v. supr.);Σιμόεντος κοίτας E.Rh. 547
: c. part.. τίη.. ἧσ' ὀλιγηπελέων; Il.15.245; ὀδυρόμενος, ἀλλοφρονέων, Od.14.41, 10.374; πεφυλαγμένος ἧσο Orac. ap. Hdt.7.148;ἐκπεπληγμένη S.Tr.24
.
См. также в других словарях:
ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… … Dictionary of Greek