-
1 προς-επι-δοξάζω
προς-επι-δοξάζω, einer Meinung beitreten, ihr Beifall geben, sie genehmigen, Gell. N. A. 19, 1.
-
2 προςεπιδοξάζω
προς-επι-δοξάζω, einer Meinung beitreten, ihr Beifall geben, sie genehmigen
См. также в других словарях:
φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… … Dictionary of Greek