-
1 προς-κατα-γελάω
προς-κατα-γελάω (s. γελάω), noch dazu auslachen, τινός, Ath. XI, 508 b.
-
2 προς-εγ-γελάω
προς-εγ-γελάω (s. γελάω), ins Gesicht verlachen, Aesop.
-
3 προς-γελάω
προς-γελάω (s. γελάω), Einen anlachen; τί προςγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων; Eur. Med. 1041; προςγελάσεται, Ar. Pax 583; τινά, Her. 5, 92, 3; προςγελᾷ τε καὶ ἀσπάζεται πάντας, Plat. Rep. VIII, 566 d; übertr., ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προςγελᾷ, Aesch. Eum. 246; Einem zulachen, τινί, Valck. Hipp. 862.
-
4 προςεγγελάω
-
5 προςκαταγελάω
-
6 προςγελάω
προς-γελάω, einen anlachen; einem zulachen
См. также в других словарях:
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek