-
1 προς-δεής
προς-δεής, ές, noch dazu bedürfend, bedürftig, c. gen., Plat. Tim. 33 d u. Sp., wie Luc. Demon. 4.
-
2 ἀ-προς-δεής
ἀ-προς-δεής, ές, nicht dazu bedürfend, τινός Plut. Pericl. 16; dah. selbstständig, sich selbst genügend, Plut. adv. St. 20; neben αὐτάρκης Stoic. rep. 4, oft.
-
3 κατα-δεής [2]
κατα-δεής, ές (δεῖ), dem Etwas fehlt, mangelhaft, bes. dürftig; φειδωλὸς καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾶ τάφον ἐπαινοίη Plat. Legg. IV, 719 e; Dem. setzt die καταδεεῖς den εὔποροι entgegen, 10, 36. – Häufiger im compar., an Größe, Werth nachstehend, geringer, πολὺ καταδεεστέραν τὴν δόξαν τῆς ἐλπίδος ἔλαβεν, geringer als er erwartet hatte, Isocr. 2, 7; καταδεέστερος ἄλλων ῥώμῃ 3, 5; καταδεέστερός τινος πρὸς τὸ φρονεῖν 5, 18, καταδεέστερος τούτων ὤν Dem. 27, 2; Pol. 2, 35, 2, früher ἀποδ.; einzeln bei Sp.
-
4 ἐν-δεής
ἐν-δεής, ές, ermangelnd, bedürftig; πολλῶν ἐνδεής, im Ggstz von αὐτάρκης, Plat. Rep. II, 369 b u. öfter; πόλεις πολλαὶ διώλοντ' ἐνδεεῖς στρατηλάτου Eur. Suppl. 192; ψιλῶν ἀκοντιστῶν Thuc. 3, 97; ὧν αὐτοὶ ἐνδεεῖς εἰσιν, ὑμεῖς δὲ πλουτεῖτε Isocr. 2, 1; οὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος, Nichts übrig lassend, Soph. Phil. 375; μηδὲν ἐνδεὲς λιπεῖν Eur. Phoen. 385; ἐνδεὴς τὴν ὄψιν, vom Kyklopen, Luc. D. mar. 1, 2. – Dah. = nachstehend, schwächer, bes. im comp., αἰσχρὰ σοῦ γέ μ' ἐνδεέστερον ξένῳ φανῆναι Soph. Phil. 520, daß ich dem Fremden als Einer, der dir nachsteht, erscheine; ἐνδεέστερα φαίνεται τὰ ἡμέτερα πρήγματα Her. 7, 48; Folgde; τῇ παρασκευῇ, in der Rüstung, Thuc. 2, 87; ταῖς οὐσίαις Isocr. 4, 105; τὰ κρείσσω μηδὲ τἀνδεᾶ λέγων, das Schlechtere, Soph. O. C. 1432; γένος οὐδενὸς ἐνδεής, Keinem an Geburt nachstehend, Xen. Hell. 7, 1, 23; ἐνδεέστεροί τι ἡμῶν ὅτι οὐ πεπαίδευνται Cyr. 2, 2, 1; τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι Thuc. 1, 70, weniger als man kann; vgl. Plut. Sol. 16. – Dah. nicht hinreichend, Ggstz von ἱκανός, πρὸς τὸν πόλεμον Plat. Prot. 322 e, vgl. Legg. VII, 802 b; unvollkommen, συνϑῆκαι Thuc. 8, 36; τὸ ἐνδεές, die Beschränktheit des Geistes, 3, 83; ἐν τῷ σώματι ἐνδεές τι ἔχειν, ein Gebrechen haben, Xen. Cyr. 8, 1, 40. – Man bemerke noch σμικροῠ τινος ἐνδ. εἰμι πάντ' ἔχειν Plat. Prot. 329 b. – Adv. ἐνδεῶς, z. B. ἔχειν τινός, ermangeln, Plut. Nic. 27 u. A.; Ggstz ἱκανῶς, Plat. Phaed. 88 e; ἐνδεεστέρως ἔχειν 74 e, wie Thuc. 4, 39; Xen. Lac. 2, 5.
-
5 προςδεής
προς-δεής, ές, noch dazu bedürfend, bedürftig -
6 ἀπροςδεής
ἀ-προς-δεής, nicht dazu bedürfend; dah. selbstständig, sich selbst genügend
См. также в других словарях:
καταδεής — (I) καταδεής, ές (AM) πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.) 2. φτωχός («ὑπέρ τῶν κεκτημένων… … Dictionary of Greek
δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… … Dictionary of Greek