-
1 διαβολη
ἥ тж. pl.1) ссора, вражда(πρός τινα Plut.)
2) неприязнь, нелюбовь, отвращение(πρὸς ἄλειμμα καὴ λουτρόν, τοῦ πάθους Plut.)
3) боязнь, страх(πρὸς τὸν θάνατον Plut.)
4) обвинение(διαβολαὴ ψευδεῖς Isocr.)
διαβολαῖς ταῖς ἐμαῖς Eur. — в силу выдвинутых мною обвинений5) ложное обвинение, клевета, наговор, тж. злословие(κατά τινος и πρός τινα Plut.)
ἐπὴ διαβολῇ Her. — клеветнически;δ. τοῦ λόγου Thuc. — клеветнический слух;6) дурная слава(ἥ ἐμέ δ. Plat.)
ἐν διαβολῇ γενέσθαι Lys. и ἐν διαβολαῖς εἶναι Polyb. — приобрести дурную славу или оказаться под подозрением -
2 μεταβολη
ἥ1) поворачивание, поворот(ἱστίων Pind.; ἥ πρὸς τὸ βέλτιον μ. Luc.)
ἐκ μεταβολῆς Polyb. — наоборот, напротив2) смена, перемена(ἱματίων Xen.; τῶν ὡρέων Her.)
3) изменение, превращение(ἐκ προστάτου ἐπὴ τύραννον, ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Plat.)
ἀπραγμοσύνης μ. Thuc. — обращение к бездеятельности, утрата активности4) переход(ἐς Ἕλληνας Her.; πρὸς Ῥωμαίους Polyb.)
ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὴ τὸ μέ εἶναι μ. Plat. — переход из бытия в небытие;ἥ ἐναντία μ. Thuc. — переход в нечто противоположное, т.е. коренные изменения5) прекращение, конецμ. κακῶν Eur. — конец злодействам;
μ. τῆς ἡμέρης Her. и μ. ἡλίου Plat. — затмение солнца;τῶν πολιτειῶν αἱ μεταβολαὴ καὴ ἐπιδοχαί Thuc. — государственные перевороты6) перемещение, переселение, странствование(ἐκ τῶν ἐσχάτων τόπων Arst.)
7) pl. изменчивость, непостоянство(τινος Xen.)
8) меновая торговля, товарообмен(ἐπὴ μεταβολῇ πλεῖν Thuc.)
-
3 προσβολη
ἥ1) прикладывание, приложение(ἥ τῆς σικύας π. Her., Arst.)
2) прикосновениеτρίβῳ καὴ προσβολαῖς Aesch. — от трения и (постоянных) прикосновений (стершаяся монета);
ὃ παρέχει προσβολέν καὴ ἐπαφήν Plat. — то, что можно щупать и осязать;προσβολαὴ προσώπων Eur. — поцелуи;μετὰ προσβολῆς Arst. — с прикосновением, т.е. участием (органов речи)3) применение4) обращение, вращение, поворачивание(τῶν ὀμμάτων πρός τι Plat.)
5) вход, подступ, доступ(ἥ τοῦ στομάχου π. Arst.)
ἥ περὴ τὸ Ἑπτάχαλκον ἔφοδος καὴ π. Plut. — вход и подступ к Гептахалку;προσβολέν ἔχειν τῆς Σικελίας Thuc. — представлять (удобный) подступ к Сицилии6) место захода или стоянки, бухта, гавань(τῶν ὁλκάδων Thuc.)
7) нападение, натиск, атака(πρὸς τὸ τεῖχος Her. и τῷ τείχει Thuc.; προσβολὰς ποιεῖσθαι κατὰ γῆν ἅμα καὴ κατὰ θάλασσαν Plut.)
προσβολαὴ Ἐρυνύων Aesch. — посещения Эриний;προσβολαὴ κακαί Eur. — тяжелые удары (судьбы)8) перен. клеймо, пятноδυοῖν εἶχε προσβολὰς μιασμάτοιν Aesch. — (Клитемнестра) была запятнана двумя преступлениями
-
4 αναβολη
поэт. тж. ἀμβολή, дор. ἀμβολά ἥ1) насыпь, вал Xen., Diod.2) восхождение, подъем(τῶν Ἄλπεων и πρὸς τὰς Ἄλπεις Polyb.)
τέν ἀναβολέν ποιεῖσύαι Polyb. — совершать восхождение, подниматься3) путь восхождения, дорога вверх, подъем(αἱ εἰς τὸ ὄρος ἀναβολαί Polyb.)
4) накидка, плащ Plat.5) (музыкальное) вступление Pind., Arph., Arst.6) откладывание, отсрочка, задержкаἀναβολέν ποιεῖν Plat. и ποιεῖσθαι Thuc., Men., Plut., тж. ἐς ἀναβολὰς ποιεῖσθαι Her. или πράττειν Thuc. — откладывать, задерживать, медлить;
7) выскакивание(ἥ ὑπέρζεσίς ἐστιν ἥ ἀ. τῶν πομφολύγων Arst.)
-
5 εμβολη
ἥ1) вставка(τέν ἐμβολέν ποιήσασθαι Plat.)
2) вторжение, нападение, набег(τέν εἴς τινα ἐμβολέν ποιεῖσθαι Xen.; Θηβαίων Arst.; εἰς ἐμβολέν ἐπιστρέφειν Plut.)
ταῦρος ὣς ἐς ἐμβολήν Eur. — словно готовый броситься бык3) напор(αἱ τῶν κυμάτων ἐμβολαί Plut.)
4) мор. удар носовой частью, морской таран(στρατὸς δαμασθεὴς ναΐοισιν ἐμβολαῖς Aesch.; ἐ. τῶν νεῶν Thuc.)
ἐμβολὰς δοῦναι Polyb. — применить морской таран5) пробоина от морского тарана(ἐμβολὰς ἔχουσα τριήρης Xen.)
6) удар(φυλάσσεσθαι ἐμβολάς Eur. - ср. 8, λίθων καὴ δοκῶν ἐμβολαί Polyb.)
ἐν ἐμβολαῖς ὑσσῶν γενέσθαι Plut. — оказаться под обстрелом метательных копий7) голова стенобитной машины, таран(τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc.)
8) вход, проход(τέν πρὸς Θεσπιῶν ἐμβολέν φυλάττειν Xen. - ср. 6, τῆς Λακωνικῆς Plut.)
9) место впадения; устье(τοῦ ποταμοῦ Her., Plut.)
-
6 παραβολη
ἥ1) сопоставление, сравнение(τῶν βίων Plat.)
π. καὴ σύγνρισις Polyb. — сопоставление и сравнение;2) образ, подобие3) рит. парабола, аллегорический рассказ, притча Arst., NT.4) приближение, сближениеπαραβολαὴ ἀλλήλων Plat. — взаимное сближение;
ἐκ παραβολῆς (sc. νεῶν) μάχεσθαι Polyb. — вести ближний бой на море5) отклонение (от прямого пути), петля(ἑλιγμοὴ καὴ παραβολαί Plut.)
6) мат. парабола ( коническое сечение)
См. также в других словарях:
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… … Dictionary of Greek
ποτιβολά — ἡ, Α (δωρ. τ.) η προσβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + βολή / βολᾶ] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
κιλλίβαντας — Μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει στη στήριξη των πυροβόλων, καθιστώντας δυνατή τη μεταφορά και τον χειρισμό τους και διευκολύνοντας τη σκόπευση. Οι σύγχρονοι κ. του πυροβολικού (είτε κινητού τύπου είτε σταθεροί) διαθέτουν όργανα… … Dictionary of Greek
μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… … Dictionary of Greek
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
σκόπευση — Το σύνολο των πράξεων, με τις οποίες ρυθμίζεται ένα πυροβόλο όπλο ή άλλο όργανο εκτόξευσης, ώστε η τροχιά του βλήματος ή του βέλους να φτάνει στο στόχο. Η σ. από θέση εδάφους μπορεί να είναι άμεση, όταν ο στόχος είναι ορατός, και έμμεση όταν δεν… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek