-
1 προς-βιάζομαι
προς-βιάζομαι, 1) dazu nöthigen oder zwingen, τινά, Ar. Plut. 16; μὴ ἐϑέλοντά γε προςβιαζοίμην, Plat. Ep. VII, 321 b, vgl. Crat. 410 a; auch pass., προςβιασϑέν, Thuc. 1, 106. – 2) τόπῳ, Gewalt brauchen gegen einen Ort, ihn bestürmen, D. Sic. 20, 39.
-
2 εἰς-βιάζομαι
εἰς-βιάζομαι, mit Gewalt hineindringen; εἰς τοὺς οἴκους Plut. Num. 1; ὢν οὐκ ἀστὸς εἰςβιάζεται, drängt er sich ein, Ar. Av. 32; vgl. Dem. 39, 33, wo ein inf. dabeisteht; πρός τινα, D. Sic. 14, 9; ἐπὶ τὸν Βόσπορον D. C. 42, 17; παρὰ τὴν ϑύραν als einen auf der Bühne üblichen Ausdruck erwähnt Luc. Nigr. 31.
-
3 προςβιάζομαι
προς-βιάζομαι, (1) dazu nötigen oder zwingen; (2) τόπῳ, Gewalt brauchen gegen einen Ort, ihn bestürmen -
4 συμ-μίγνῡμι
συμ-μίγνῡμι, seltener συμμιγνύω, wie συμμιγνύουσιν, συμμιγνύων, Xen. An. 4, 6, 24 (vgl. Krüger zur Stelle) Mem. 3, 14, 5; für συμμίγνυε Plat. Phil. 25 d ist Lesart der bessern mss. συμμίγνυ (vgl. μίγνυμι u. συμμίσγω); – vermischen, vereinigen; das activ. oft mit Auslassung des Objects, scheinbar intransitiv, gleichbedeutend mit dem passiv.; H. h. Merc. 83; bes. in Liebe u. von fleischlicher Vermischung im Beischlaf, ϑεοὺς γυναιξί, ϑεὰς ἀνϑρώποις, H. h. Ven. 50. 52 u. 251, wie Her. τῇ πρῶτον συνεμίχϑη, 4, 114; δούλη ἐὰν συμμίξῃ δούλῳ, Plat. Legg. XI, 930 b; περὶ τὸ ξυμμιγῆναι ἀλλήλοις, Conv. 207 b; – von feindlichem Zusammentreffen, Her. 1, 127, oft; τινὶ ἐς μάχην, 4, 127; τῇ ναυμαχίῃ, 1, 166; ξυμμίξαντες ἐναυμάχουν, Thuc. 1, 49, vgl. 2, 84. 8, 42; Xen. Cyr. 3, 3, 18 An. 4, 6, 24 u. sonst; ὁμόσε τοῖς πολεμίοις, Cyr. 7, 1, 26; τοῖς πολεμίοις χεῖρας, 2, 1, 11; – u. allgemein, τύχᾳ νιν συνέμιξε, Pind. P. 9, 72, er ließ ihn das Glück erlangen; βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε ϑέσιν συμμῖξαι πρεπόντως, Ol. 3, 9; πῶς κεδνὰ τοῖς κακοῖσι συμμίξω; Aesch. Ag. 634; ἀνοσίοισι συμμιγεὶς ἀνδράσι, Spt. 593, verkehren mit ihnen, Umgang haben; so auch Ar. Eccl. 516; βιάζομαι γάμοισι Πρωτέως παιδὶ συμμῖξαι λέχος, Th. 890; auch Eur., σῶμα φλογμῷ πόσει συμμίξασα, Suppl. 1020; οὐρανὸς συμμεμιγμένος τῇ γῇ, Cycl. 574; συμμίξαντες τὰ στρατό πεδα, Her. 4, 114; κοινόν τι πρῆγμα συμμῖξαί τινι, Jem. eine gemeinschaftliche Angelegenheit mittheilen, 8, 58; ὕδατι συμμίξας καὶ συναρμόσας, Plat. Tim. 74 c; χρυσὸν ἐν τῇ γενέσει συνέμιξεν αὐτοῖς, Rep. III, 415 a; u. pass., ὅταν συμμιγνύηται ἁλμυρᾷ δυνάμει, Tim. 83 c; auch συμμιγνύμενα αὐτά τε πρὸς αὑτὰ καὶ πρὸς ἄλληλα, 57 d; συμμιχϑὲν ἐκ τριῶν, 76 d; οὐδείς, τῷ κακὸν ἐξ ἀρχῆς γενο μένῳ οὐ συνεμίχϑη, Niemand ist, dem nicht von Anfang an ein Unglück beigemischt wäre, Her. 7, 203; mit Jem. zusammenkommen, um mit ihm zu reden u. zu unterhandeln, συμμίξας τοῖσι Σαμίοισι, ἀνέπειϑε, 6, 23; ἄγγελοι συμμίξαντες Γέλωνι, 7, 153; ἐϑέλων συμμῖξαί σφι καὶ πυϑέσϑαι τὰς γνώμας, 8, 67; Eur. Hel. 324; Θεαιτήτῳ αὐτὸς συνέμιξα χϑὲς διὰ λόγων, Plat. Polit. 258 a; ὡς ἀσμένως καὶ οἰκείως ἀλλήλοις συνέμιξαν οἱ πολῖται, Menex. 243 e; auch vom Handelsverkehr u. von Geschäften, ξυμμίξαντι ξυμβόλαια μετρίως, Legg. XII, 958 c; dem πλησιάζειν entsprechend, Xen. Cyr. 8, 1, 46; πρός τινα, 7, 4, 11, Folgde, wie Pol.
-
5 βιάζω
βιάζω, bewältigen, zwingen; Hom. acti v. Odyss. 12, 297 βιάζετε μοῦνον ἐόντα, Scholl. Aristonic. βιάζετε: Ζηνόδοτος βιάζεσϑ' οἶον ἐόντα, οὐ νοήσας, ὅτι ποιητικῶς ἐσχημάτισται, d. h. Zenodot habe nicht begriffen, daß Homer das Verbum βιάζεσϑαι, welches gewöhnlich allerdings medium (passivum) sei, hier ausnahmsweise einmal mit dichterischer Freiheit als activum conjugire; medium Iliad. 22, 229 Odyss. 9, 410 βιάζεται, passiv. Iliad. 11, 589 βιάζεται, 15, 727. 16, 102 βιάζετο, 11, 576 βιαζόμενον. Activ. Alcaeus com. B. A. 86 ἐβίασε (Meineke C. G. F. 2, 2 p. 833), und Spätere; passiv. das praes. Thuc. 1, 2. 77. 4, 10. 7, 84 Aeschyl. Ag. 1509 Soph. Ant. 66, das perf. βεβίασμαι Xen. Hell. 5, 2, 23, der aor. ἐβιάσϑην Xen. Hell. 7, 3, 9. Meist dep. med. βιάζομαι: 1) Gewaltanthun, bedrängen, zwingen; Demosth. Fals. leg. 206 οὐδὲν γὰρ πώποτ' οὔτ' ἠνώχλησα οὔτε μὴ βουλομένους ὑμᾶς βεβίασμαι; βιασϑέντες λύᾳ Pind. N. 9, 14; τινά Aesch. Spt. 1033 Ag. 768 u. sonst; γυναῖκα, ein Weib nothzüchtigen, Plat. Legg. IX, 874 c; Xen. Cyr. 2, 1, 34; vgl. Ar. Pl. 1092; ἀνϑρώπους, gewaltthätig behandeln, Xen. Mem. 2, 6, 24; ἑαυτόν, sich Gewalt anthun, sich tödten, Plat. Phaed. 61 d; oft Ggstz πείϑειν, z. B. Gorg. 517 d; τὰ σφάγια Her. 9, 41, Gewalt anthun, verletzen; νόμους Thuc. 8, 53; ἄλλοϑεν βιασϑέντες, mit Gewalt weggeführt, Xen. Cyr. 4, 5, 56. Oft wird ein inf. hinzugesetzt, Xen. An. 1, 3, 1, u. bes. Sp. – 2) erzwingen, mit Gewalt durchsetzen, τὰ σφάγια, günstige Vorzeichen, Her. 9, 41; τὸν ἔκπλουν Thuc. 7, 70; βιασάμενον ἐκπλεῖν 7, 67; βιασάμενος, mit Gewalt, Xen. An. 7, 8, 11; ὁ νόμος πολλὰ παρὰ τὴν φύσιν βιάζεται Plat. Prot. 337 d; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 12. 6, 1, 4; εἴσω, mit Gewalt eindringen, Cyr. 3, 3, 69; vgl. 5, 5, 45; διὰ τῶν φυλάκων Thuc. 7, 83; πρὸς τὸν λόφον ἐλϑεῖν 7, 79; πρὸς τὸν λόφον Pol. 2, 67; τῆ πύλη 4, 18 u. öfter; πρόσω, vorwärts dringen, Plut. Pomp. 71; τὰς ναῦς, die Schiffe forciren, Thuc. 7, 23; vgl. 3, 20; πολεμίους Xen. An. 1, 4, 5, d. i. βίᾳ ἀπώσασϑαι. – Auch von der Rede, etwas behaupten u. eine Behauptung durchzusetzen suchen, νοητὰ ἄττα εἴδη – τὴν ἀληϑινὴν οὐσίαν εἶναι Plat. Soph. 246 b; vgl. Dem. 21, 205. – Von dem Styl, βεβιασμένα σχήματα, geschraubt, Dion. Hal. iud. de Thuc. 33, öfter.
См. также в других словарях:
έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… … Dictionary of Greek
σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… … Dictionary of Greek
ίεμαι — ἵεμαι (Α) 1. κινούμαι πρός τα εμπρός 2. βιάζομαι 3. επιδιώκω, επιθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. εἴσομαι και αόρ. εἴσατο, στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό F . Ο αρχικός τ. τού ρήματος πρέπει να ήταν *Fεῑ μαι (< IE *wei… … Dictionary of Greek
βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… … Dictionary of Greek
διάζομαι — (AM διάζομαι) 1. ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό 2. επείγομαι, βιάζομαι αρχ. διευθετώ στον ιστό τον στήμονα, αρχίζω να υφαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + άττομαι (< *άτ ψομαι). Ο τ. διάζομαι σχηματίστηκε αναλογικά προς τα ρήματα σε ζω] … Dictionary of Greek
επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… … Dictionary of Greek
κουνώ — άω (Μ κουνῶ, άω) κινώ, σείω, ταλαντεύω κάτι («κουνώ το δέντρο») νεοελλ. 1. μετατοπίζομαι («δεν τό κουνάω από δω») 2. κλυδωνίζομαι («το πλοίο κουνάει») 3. μετατοπίζω κάτι, μετακινώ, αλλάζω θέση («μην κουνήσεις τίποτε από δω μέσα») 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
πορθώ — πορθῶ, έω, ΝΜΑ εκπορθώ, αφανίζω με κατάκτηση, λεηλατώ («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», Ξεν.) αρχ. 1. κάνω πολεμική επίθεση, προσβάλλω («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», Διόδ.) 2. συλώ, καταστρέφω («θεοὺς τοὺς… … Dictionary of Greek
προσσπεύδω — Α σπεύδω προς κάτι, βιάζομαι προκειμένου να κατορθώσω, να επιτύχω κάτι … Dictionary of Greek
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek