Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προς-αρμόττω

См. также в других словарях:

  • αρμαλιά — ἁρμαλιά, η (Α) 1. ορισμένη ποσότητα τροφής που δίνεται στους δούλους ή στα ζώα, το σιτηρέσιο 2. οι προμήθειες του πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με το άρμα (Ι) «τροφή», λόγω της σημασιολογικής συνάφειας των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»