-
1 προς-ανα-τρέχω
προς-ανα-τρέχω (s. τρέχω), dazu hinauf od. in die Höhe laufen; D. Sic. 5, 47; λόφον, D. Hal. 1, 56; übtr., enporkommen, z. B. οὐσίαις, d. i. reich werden, D. Sic., auch zurückgehen, τοῖς χρόνοις, in die frühere Zeit, Pol. 1, 12, 8, vgl. 5, 31, 8.
-
2 ἀνα-τρέχω
ἀνα-τρέχω (s. τρέχω), fut. ἀναδράμομαι Phil. Thess. 24 (IX, 575), 1) zurücklaufen, sich eilig zurückziehen, ἀνά τ' ἔδραμ' ὀπίσσω Il. 5, 599; ὦκ' ἀπέλεϑρον ἀνέδραμε 11, 354; αὖτις 16, 813; öfter Pol., bes. von Schiffern, 1, 50; ἀναδραμεῖν τοῖς χρόνοις, zurückgehen und weiter ausholen, 1, 12; öfter auch ἐπί τι, 5, 40; εἰς τἡν αὑτοῦ φύσιν, in seine gewöhnliche Natur zurückverfallen, Plut. Pelop. 31. Dah. in seiner Meinung zurückgehen, dieselbe ändern, u. so ἀνατρέχουσι καὶ διορϑοῦνται σφᾶς αὐτούς Pol. 26, 3, vgl. 2, 13; τὴν τῆς φύσεως ἐλάττωσιν, den Mangel der Natur verbessern, Plut.; vgl. Luc. adv. Ind. 4; aus Men. = ἀναλύειν, Suid., Zon. – 2) in die Höhe laufen, aufspringen, Her. 7, 218 und öfter; πρὸς τὰ μετέωρα Thuc. 3, 89; Xen. Hell. 4, 4, 4; von leblosen Dingen, ἀναδέδρομε πέτρη, ein Felsen steigt empor, Od. 5, 412. 10, 4; ἐγκέ. φαλος ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς, das Gehirn spritzte aus der Wunde, Il. 17, 297; σμώδιγγες, es liefen Schwielen auf, 23, 717; aufwachsen, ὁ δ' ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος Il. 18, 56. 437; Her. 1, 66. 7, 156; ἐκ ῥίζης ἀναδέδρομεν Ant. Sid. 18 (VI, 115); ὀμίχλη, νέφος, Mus. 232; Plut. Arat. 21. Uebertr., ἀναδραμεῖν εἰς ἀξίωμα, zu Ansehen emporsteigen, Plut. Popl. 21. – 3) durchlaufen, κῦδος ὕμνῳ, besingen, Pind. Ol. 8, 54.
-
3 ἐπ-ανα-τρέχω
ἐπ-ανα-τρέχω (s. τρέχω), zurückkehren, πρός τι, Luc. merc. cond. 36 u. a. Sp.
-
4 προςανατρέχω
προς-ανα-τρέχω, dazu hinauf od. in die Höhe laufen; übtr., emporkommen; οὐσίαις, = reich werden; auch zurückgehen, τοῖς χρόνοις, in die frühere Zeit
См. также в других словарях:
ανατροχάζω — (Α ἀνατροχάζω) (για πυροβόλα) μετακινούμαι προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, οπισθοδρομώ αρχ. τρέχω προς τα επάνω ή προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τροχάζω («τρέχω») < τροχός. ΠΑΡ. ανατροχασμός] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
αναθέω — ἀναθέω (Α) 1. τρέχω προς τα επάνω, αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω 2. (για φυτά) ξαναβλασταίνω 3. ανατρέχω, τρέχω προς τα πίσω, ξαναγυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θέω] … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek