Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προς-ανα-στέλλω

См. также в других словарях:

  • αναστέλλω — (AM ἀναστέλλω) έλκω προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω (νεοελλ. μσν.) διακόπτω, σταματώ μσν. παραλύω μια σωματική ικανότητα αρχ. 1. αναγκάζω σε υποχώρηση 2. μέσ. α) ανασηκώνω και ζώνω το ένδυμά μου β) αποχωρώ, μένω πίσω γ) προσποιούμαι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»