-
1 προς-ανα-σείω
προς-ανα-σείω (s. σείω), noch dazu aufschütteln, übtr., noch mehr aufreizen, προςανασεισϑέντες τοῖς τοιούτοις λόγοις, Pol. 1, 69, 8; τινὶ δίκην, Plut. Tib. Graech. 21.
-
2 προςανασείω
προς-ανα-σείω, noch dazu aufschütteln, übtr., noch mehr aufreizen
См. также в других словарях:
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek
αναπάλλω — (Α ἀναπάλλω και ποιητ. ἀμπάλλω) 1. πάλλω, σείω προς τα επάνω 2. μέσ. ανακινώ, αναταράσσω 3. παθ. σείομαι προς τα επάνω, ανατινάσσομαι, αναπηδώ 1. (το αρσ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἀναπάλλων (ενν. σεισμός) ο σεισμός που σείει τη γη προς τα επάνω … Dictionary of Greek