-
1 προς-ανα-πίμπλημι
προς-ανα-πίμπλημι (s. πίμπλημι), noch dazu anfüllen; Arist. probl. 1, 7; τοὺς παρόντας κακοηϑείας, Plut. Symp. 2, 1, 4.
-
2 προςαναπίμπλημι
1 προς-ανα-πίμπλημι
προς-ανα-πίμπλημι (s. πίμπλημι), noch dazu anfüllen; Arist. probl. 1, 7; τοὺς παρόντας κακοηϑείας, Plut. Symp. 2, 1, 4.
2 προςαναπίμπλημι