-
1 προς-αγωγεύς
προς-αγωγεύς, ὁ, der Hinzuführende, Einführende, der Einen dem Andern zum Freunde macht, προςαγωγεῖ τῶν λημμάτων χρώμενος, Dem. 24, 161. – So hießen auch die Kundschafter, Zuträger der sicilischen Könige, Plut. de curiosit. 16, vgl. Schneid. Arist. pol. 5, 9, 3; a. Sp. S. auch προςαγωγίδης.
-
2 προςαγωγεύς
προς-αγωγεύς, ὁ, der Hinzuführende, Einführende, der einen dem anderen zum Freunde macht. So hießen auch die Kundschafter, Zuträger der sicilischen Könige
См. также в других словарях:
μεταγωγέας — Σύστημα ηλεκτρικών επαφών όμοιο, από κατασκευαστικής πλευράς, με διακόπτη, αλλά προορισμένο, αντί να κλείνει ή να ανοίγει απλώς ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, να πραγματοποιεί πιο πολύπλοκους χειρισμούς. Ανάλογα με τη διάταξη των επαφών του, ο μ. μπορεί … Dictionary of Greek
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
νικαγωγεύς — νικαγωγεύς, έως, ό (Μ) (για τον Θεό) αυτός που οδηγεί προς την νίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + ἀγωγεύς (< ἄγω)] … Dictionary of Greek