-
1 προςστείχω
προςστείχω, hinzugehen, προςέστιχε μακρὸν Ὄλυμπον, Od. 20, 73, sie schritt auf den Olymp zu.
-
2 προςστείχω
προςστείχω, hinzugehen; προςέστιχε μακρὸν Ὄλυμπον, sie schritt auf den Olymp zu -
3 προςστείχω
προς - στείχω, aor. 2 προσέστιχε: ascend, Od. 20.73†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προςστείχω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий