-
1 προπροκυλινδομαι
падать, валиться (к ногам)προπροκυλινδόμενος Διός Hom. — валяясь в ногах у (т.е. слезно умоляя) Зевса
См. также в других словарях:
προπροκυλίνδομαι — Α (επικ. τ.) (ως επιτατικό τού κυλίνδομαι) 1. εξακολουθώ να κυλιέμαι μπροστά στα πόδια κάποιου ως ικέτης, ικετεύω επίμονα κάποιον 2. περιφέρομαι συνεχώς από πόλη σε πόλη υφιστάμενος κακουχίες και απροστάτευτος … Dictionary of Greek
προπροκυλινδόμενον — προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp masc acc sg προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπροκυλινδόμενοι — προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπροκυλινδόμενος — προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)