Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προπροκυλίνδομαι

См. также в других словарях:

  • προπροκυλίνδομαι — Α (επικ. τ.) (ως επιτατικό τού κυλίνδομαι) 1. εξακολουθώ να κυλιέμαι μπροστά στα πόδια κάποιου ως ικέτης, ικετεύω επίμονα κάποιον 2. περιφέρομαι συνεχώς από πόλη σε πόλη υφιστάμενος κακουχίες και απροστάτευτος …   Dictionary of Greek

  • προπροκυλινδόμενον — προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp masc acc sg προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπροκυλινδόμενοι — προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπροκυλινδόμενος — προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»