Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προπομπεία

См. также в других словарях:

  • προπομπεία — προπομπείᾱ , προπομπεία escorting in procession fem nom/voc/acc dual προπομπείᾱ , προπομπεία escorting in procession fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπομπεία — και προπομπία, ἡ, ΜΑ [προπομπεύω/προπομπός] το να προπορεύεται κανείς και να συνοδεύει μια πομπή αρχ. η πρώτη θέση σε πομπή …   Dictionary of Greek

  • προπομπείας — προπομπείᾱς , προπομπεία escorting in procession fem acc pl προπομπείᾱς , προπομπεία escorting in procession fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπομπία — ἡ, ΜΑ (δ. γρφ.) βλ. προπομπεία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»