Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

προπολεμῶ

  • 1 προπολεμώ

    προπολεμέω
    make war for: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    προπολεμέω
    make war for: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    προπολεμέω
    make war for: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    προπολεμέω
    make war for: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > προπολεμώ

  • 2 προπολεμῶ

    προπολεμέω
    make war for: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    προπολεμέω
    make war for: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    προπολεμέω
    make war for: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    προπολεμέω
    make war for: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > προπολεμῶ

См. также в других словарях:

  • προπολεμώ — έω, Α μσν. πολεμώ εναντίον κάποιου αρχ. 1. πολεμώ υπερασπιζόμενος κάποιον 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ προπολεμοῡντες οι υπερασπιστές, οι πρόμαχοι μιας χώρας 3. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προπολεμοῡν το τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

  • προπολεμῶ — προπολεμέω make war for pres subj act 1st sg (attic epic doric) προπολεμέω make war for pres ind act 1st sg (attic epic doric) προπολεμέω make war for pres subj act 1st sg (attic epic doric) προπολεμέω make war for pres ind act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προπολεμητήριον — τὸ, Α προπύργιο, προμαχώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπολεμῶ + επίθημα τήριον (πρβλ. ὁρμη τήριον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»