-
1 προπολεμικός
η, ό[ν] довоенный, предвоенный -
2 προπολεμικός
savaş öncesi, dünya savaşı öncesi -
3 довоенный
-
4 довоенный
довоенныйприл προπολεμικός. -
5 предвоенный
предвоенныйприл προπολεμικός. -
6 довоенный
[νταβαιέννυΐ] εκ. προπολεμικός -
7 довоенный
[νταβαιέννυϊ] επ προπολεμικός -
8 довоенный
επ.προπολεμικός•довоенный уровень το προπολεμικό επίπεδο.
-
9 предвоенный
επ.προπολεμικός•-ая международная обстановка προπολεμική διεθνής κατάσταση•
предвоенный экономический уровень προπολεμικό οικονομικό επίπεδο.
См. также в других словарях:
προπολεμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που υπήρξε ή έγινε πριν από τον τελευταίο πόλεμο 2. συνεκδ. ο πολύ παλιός. επίρρ... προπολεμικώς και προπολεμικά Ν πριν από τον τελευταίο πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πόλεμος + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek
προπολεμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή έγινε πριν από τον τελευταίο πόλεμο: Προπολεμική κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek