-
1 προπνιγεῖον
προπνῐγεῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπνιγεῖον
См. также в других словарях:
προπνιγείον — τό, Α (στις ρωμαϊκές θέρμες) χώρος που βρισκόταν πριν από το υπόκαυστο ή πυριατήριο, ήταν λιγότερο θερμό από αυτό και στο οποίο εισέρχονταν όσοι είχαν κάνει ψυχρό λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πνίγω + κατάλ. εῖον] … Dictionary of Greek