-
1 προπίπτω
A fall or throw oneself forward, as in rowing,προπεσόντες ἔρεσσον Od.9.490
, 12.194;π. ἡ κοιλία εἰς τὸ στόμα Arist.HA 507a29
; of suppliants, fall prostrate, E. Supp.63 (lyr.); fall first, in battle, Plb.1.58.8.2 metaph., rush headlong, Hyp.Fr. 161; εἰς ἄκαιρον γέλωτα, εἰς κίνδυνον, D.S.13.83, 20.88; to be precipitate, come to a hasty decision, OGI315.56(Epist.Attali, ii B.C.): c. inf.,π. πλημμελῆσαι M.Ant.1.17
: abs., form a hasty judgement, Stoic term, Chrysipp.Stoic.2.291;π. πρὸ καταλήψεως Stoic.3.147
, cf. Arr.Epict. 2.1.10, etc.; make a slip of the tongue,κἂν-πέσωσιν.. τάχιστα διορθοῦσθαι Phld.Rh.1.186S.
III move forwards, advance before the rest, Plb.1.20.15; οἱ προπίπτοντες, opp. οἱ ἀναχωροῦντες, Id.28.3.4; project, of a hill,προπεπτωκυῖα ὀφρύς Id.7.17.1
; of an animal's snout,ῥύγχη προπέπτωκε Str.17.3.4
;- πεπτωκότες τοῖς μετώποις Id.11.11.8
; τὸ προπῖπτον [τοῦ δόρατος] the projecting part, Ascl.Tact.5.1: c. gen., project beyond,τὰ μέσα.. προπέπτωκε τῶν κεράτων Plb.3.115.7
, etc.;κλῖμαξ π. τῶν ἐμβόλων Id.8.4.4
;ἡ σάρισσα δέκα πήχεις π. πρὸ τῶν σωμάτων Id.18.29.4
;ἡ ἄκρα ἔξω τῶν στηλῶν π. Str.2.5.33
.2 Medic., of prolapse,ἕδρα -πεσοῦσα Dsc.2.164
;μήτρα προπίπτει Sor. 2.84
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπίπτω
-
2 προπίπτω
V 0-0-0-2-5=7 Ps 21(22),30; 71(72),9; Jdt 13,2; 2 Mc 12,39.42to fall forward Jdt 13,2; to fall, to bow down Ps 21(22),30; to fall (in battle), to die2 Mc 12,39 -
3 προπίπτω
προ - πίπτω, aor. part. προπεσών: fall forward, ‘lay to,’ in rowing, Od. 9.490 and Od. 12.194.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προπίπτω
-
4 πίπτω
+ V 29-117-123-69-86=424 Gn 17,3.17; 44,14; 49,17; Ex 9,19to fall 2 Chr 6,13; id. (metaph.) Jer 27(50),32; to fall down (of pers.) Jgs 19,26; to fall (of hail) Ex 9,19; to fall (in battle) Ex 32,28; to fall, to collapse (of edifice) Jos 6,5; to perish Jb 24,23; to fall upon, to come over 1 Sm 26,12; to fall to [τινι] 1 Chr 26,14; to fall out Ru 3,18πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου I fell upon my face (act of adoration) Ez 9,8; κατὰ τὴν δύναμιν τὴν πεσοῦσανaccording to the army that was destroyed 1 Kgs 21(20),25*Ez 13,10 πεσεῖται it shall fall-תפל נפל for MT תפל תפלI (טפל) whitewash, see also 13,15, 22,28; *Ps 57(58),9 ἐπέπεσε it has fallen-נַָפל for MT נֵֶפל untimely birth; *DnLX X 11,14 καὶ ἀνοικοδομήσει τὰ πεπτωκότα and he shall rebuild the ruins-פרוצי ויבנה for MT פריצי ובני and the sons of robbers, the lawless, see ἀνοικοδομέωCf. HAUSPIE 2001a, 515-532(Ez 9,8); HUSSON 1983a, 200-203; SPICQ 1978a, 692-694(→ἀναπίπτω, ἀντιπίπτω, ἀποπίπτω, διαπίπτω, ἐκπίπτω, ἐμπίπτω, ἐπιπίπτω, καταπίπτω, μεταπίπτω, παραπίπτω, παρεμπίπτω, περιπίπτω, προπίπτω, προσπίπτω, συμπίπτω, ὑποπίπτω,,) -
5 προπετής
A falling or slipping down in bed,εἰ π. γένοιτο Hp.Prog.3
;π. ἐπὶ πόδας Id.Coac. 487
;π. ἂν ἐγίνετο ἡ βάδισις
out of control,Arist.
IA 712a29, cf. Diocl.Fr. 142.2 inclined forward,κεφαλὴ τοῦ βραχίονος π. ἐς τοὔμπροσθεν Hp.Art.1
; - έστεραι γένυες more prominent, ib.31;ὁ μὲν αὐχὴν.. μὴ π. πεφύκοι X.Eq.1.8
; sloping, of shoulders, Gal.1.623; stooping,μὴ ὀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ -έστερος Arist.Phgn. 807b31
.4 drooping, at the point of death, ζῇ γὰρ π. ib. 976 (anap.);ἡ π. Μοῖρα
untimely,IG
5(1).1355 (Messenia, ii A. D.).5 prominent, of the eyes, Poll.1.189, Philum. ap. Orib.Syn.8.10, Alex.Aphr.Pr.2.22; γνάθοι, ὀφρῦς, Poll.4.68, 134.II metaph.,1 being upon the point of,πολιὰς ἐπὶ χαίτας π. E.Alc. 909
(lyr.);τύμβου π. παρθένος Id.Hec. 150
(anap.).2 ready for, prone to a thing, ἐπί or εἴς τι, X.HG2.3.15, 6.5.24;πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Lg. 792d
: c. inf.,- έστατος μεταστῆσαι X.HG2.3.30
.4 precipitate, rash, reckless,π. σώματος ἡδοναί Aeschin.1.191
; π. γέλως uncontrolled laughter, Isoc.1.15;εἴ τι -έστερον ἔπραττον Hyp. Dem.Fr.6
, cf. Men.Pk. 441;ἡ π. ἀκρασία Arist.EN 1150b26
;π. βίος Men.382
;π. γλῶσσα Alciphr.3.57
; of a lot, drawn at random, Pi. N.6.63.b of persons,οἱ θρασεῖς προπετεῖς Arist.EN 1116a7
;τὰ θήλεα.. [τῶν ἀρρένων] -έστερα Id.HA 608b1
; μανικὸς καὶ π. ἐπὶ τῶν κινδύνων Theopomp. Hist. 268;οἱ π. Arr.Epict.4.13.5
;οἱ γλώσσῃ προπετεῖς APl.4.89
(Gall.); τὸ π., = προπέτεια, opp. τὸ σεμνόν, Hp.Medic. 1.5 ἁρμονίαι π. flowing rhythms, D.H.Dem.40.6 Medic., subject to diarrhoea, Ath.13.584d ([comp] Comp.).2 metaph., headlong, hastily, π. φέρεσθαι εἰς τὴν τυραννίδα Id Hier.7.2;προπετέως ταχυγλωσσότεροι Hp.Epid.4.45
;ἐπερέσθαι π. X.Cyr.1.3.8
, cf. Mem. Epit.306; ἀποκρίνεσθαι, ἀποφαίνεσθαι, etc., Pl.Phlb. 45a, Isoc.12.272, etc.; π. ἔχειν to be rash, X.Cyr.1.4.4 (v.l.);μηδὲν.. πράξῃς π. Men. 574
; prematurely, AP5.144 (Asclep.);- έστερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς Plb.3.102.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπετής
См. также в других словарях:
προπίπτω — ΝΑ πέφτω προς τα εμπρός, κλίνω, γέρνω προς τα εμπρός («προπεσόντες ἔρεσσον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για ικέτη) πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου 2. πέφτω πρώτος στο πεδίο τής μάχης 3. ορμώ προς τα εμπρός, φέρομαι ορμητικά προς τα εμπρός 4. (για ποταμούς … Dictionary of Greek
απρόπτωτος — ἀπρόπτωτος, ον (A) [προπίπτω] ο μη απερίσκεπτος, ο προνοητικός … Dictionary of Greek
επιπροπίπτω — ἐπιπροπίτπω (Α) [προπίπτω] 1. ρίχνομαι πάνω σε κάτι ή κάποιον («φορβάδι ἴσος ἐπιπροπεσών», Απολλ. Ρόδ.) 2. εκτείνομαι … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
πρόπτωμα — ώματος, τὸ, Α [προπίπτω] (σχετικά με όργανο τού σώματος) πρόπτωση … Dictionary of Greek
πρόπτωση — η / πρόπτωσις ώσεως, ΝΑ [προπίπτω] 1. πτώση προς τα εμπρός ή προς τα κάτω 2. ιατρ. η μετατόπιση οργάνου τού σώματος από τη φυσιολογική θέση του και, ειδικότερα, η πτώση οργάνου ή τμήματος οργάνου από τη φυσιολογική του θέση εξαιτίας τής χαλάρωσης … Dictionary of Greek
συμπροπίπτω — Α [προπίπτω] πέφτω προς τα εμπρός ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
ՍՈՂԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0726 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c ձ. ἔρπω, διέρπω repo, repo, repto ἁπολισθαίνω delabor, defluor σύρομαι trahor. Սողոլ. զեռալ. սահիլ՝ քարշիլ՝ խաղալ ընդ երկիր կամ մօտ ʼի գետին ըստ օրինակի անոտն կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)