-
1 προπερισπωμένη
προπερισπάωcircumflex the penultimate: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————προπερισπάωcircumflex the penultimate: pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) -
2 προπερισπωμένῃ
Βλ. λ. προπερισπωμένη
См. также в других словарях:
προπερισπωμένη — προπερισπάω circumflex the penultimate pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπερισπωμένῃ — προπερισπάω circumflex the penultimate pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπερισπώ — προπερισπῶ, άω, ΝΑ γραμμ. τονίζω με περισπωμένη την παραλήγουσα λέξης νεοελλ. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) προπερισπώμενος, ένη, ο αυτός που παίρνει περισπωμένη στην παραλήγουσα («προπερισπώμενη λέξη» λέξη που τονίζεται με περισπωμένη στην παραλήγουσα σε … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek