-
1 προπεραίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπεραίνω
См. также в других словарях:
προπεραίνω — Α τελειώνω κάτι προηγουμένως («ἡ πρὸς ἁπάντων προπεπερασμένη γνῶσις», Απολλ. Δύσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + περαίνω «τελειώνω»] … Dictionary of Greek