-
1 προ-πήγνῡμι
προ-πήγνῡμι, auch προπηγνύω (s. πήγνυμι), vorn od. vorher befestigen; προπεπηγός, vorn geronnen, Sp., wie Diosc.
-
2 προπήγνῡμι
προ-πήγνῡμι, vorn od. vorher befestigen; προπεπηγός, vorn geronnen
См. также в других словарях:
προπεπηγός — πρό πήγνυμι Aër. perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπήγνυμι — και προπηγνύω Α 1. (μτβ.) μπήγω κάτι εμπρός ή μπήγω κάτι προηγουμένως 2. (αμτβ.) πήζω προηγουμένως («προπεπηγὸς δάκρυον», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πήγνυμι / πηγνύω «στερεώνω»] … Dictionary of Greek