Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προπαρέχω

См. также в других словарях:

  • προπαρέχω — Α 1. παρέχω, προσφέρω προκαταβολικά 2. παρουσιάζω κάτι για πρώτη φορά …   Dictionary of Greek

  • προπαράσχεσθε — προπαρέχω offer before aor imperat mid 2nd pl προπαρέχω offer before aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάρεχε — προπαρέχω offer before pres imperat act 2nd sg προπαρέχω offer before imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπαρασχεῖν — προπαρέχω offer before aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπαρασχομένοις — προπαρέχω offer before aor part mid masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπαρασχών — προπαρέχω offer before aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπαρεσχηκώς — προπαρέχω offer before perf part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπαρεῖχε — προπαρέχω offer before imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»