Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προπαιδεία

См. также в других словарях:

  • προπαιδεία — προπαιδείᾱ , προπαιδεία preparatory teaching fem nom/voc/acc dual προπαιδείᾱ , προπαιδεία preparatory teaching fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπαιδείᾳ — προπαιδείᾱͅ , προπαιδεία preparatory teaching fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπαιδεία — η, ΝΜΑ, και προπαίδεια, Ν [προπαιδεύω] η προπαρασκευαστική παιδεία, η πνευματική και ηθική συγκρότηση που έχει προηγηθεί (α. «δεν είχε την κατάλληλη προπαιδεία για τέτοιες σπουδές β. «ἦν δ οὗτος τῶν μάλιστα ἐλευθερίων προπαιδείας τε τῆς καθ… …   Dictionary of Greek

  • προπαίδεια — η, Ν βλ. προπαιδεία …   Dictionary of Greek

  • προπαιδεία — η η πράξη του προπαιδεύω, τα πρώτα μαθήματα, η κατάρτιση, η ενημέρωση από πριν: Η προπαιδεία είναι απαραίτητη για τη μόρφωση του ανθρώπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπαίδεια — η ο πυθαγόρειος πίνακας, ο πίνακας που δίνει το γινόμενο δύο μονοψήφιων αριθμών του δεκαδικού συστήματος αρίθμησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπαιδείας — προπαιδείᾱς , προπαιδεία preparatory teaching fem acc pl προπαιδείᾱς , προπαιδεία preparatory teaching fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπαιδείαν — προπαιδείᾱν , προπαιδεία preparatory teaching fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπαιδεῖαι — προπαιδεία preparatory teaching fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπαιδείαις — προπαιδεία preparatory teaching fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παπαδική — Με τον τίτλο αυτό είναι γνωστοί μεγάλοι χειρόγραφοι κώδικες, γραμμένοι με το αρχαίο στενογραφικό σύστημα της βυζαντινής μουσικής. Οι κώδικες αυτοί περιέχουν μαθήματα του λεγόμενου παπαδικού μέλους, που ψάλλεται στις ιερές ακολουθίες. Οι αρχαίες Π …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»