-
1 προπαγανδίζω
[пропагацдизо] р. пропагандировать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προπαγανδίζω
-
2 пропагандировать
-
3 пропаганда
η προπαγάνδα-ировать προπαγανδίζω, κάνω προπαγάνδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пропаганда
-
4 агитировать
агитироватьнесов διαφωτίζω, προπαγανδίζω. -
5 пропаганда
пропагандаж ἡ προπαγάνδα \пропагандаи́ро-вать несов προπαγανδίζω. -
6 пропагандировать
[*][πραπαγκανντίραβατ') ρ. προπαγανδίζω -
7 пропагандировать
[πραπαγκανντίραβατ'] ρ προπαγανδίζω -
8 агитировать
-рую, -руешь, ρ.δ.διαφωτίζω• προπαγανδίζω. || προσπαθώ να πείσω. -
9 пропагандировать
См. также в других словарях:
προπαγανδίζω — προπαγανδίζω, προπαγάνδισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προπαγανδίζω — Ν 1. ενεργώ προπαγάνδα, προσπαθώ επίμονα με διάφορα μέσα να διαδώσω ιδέες, αρχές, αντιλήψεις 2. (σχετικά με προϊόντα) διαφημίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπαγάνδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
προπαγανδίζω — προπαγάνδισα, προσπαθώ με κάθε τρόπο να διαδώσω ιδέες ή να διαφημίσω προϊόντα, κάνω προπαγάνδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προπαγάνδιση — η, Ν [προπαγανδίζω] η διενέργεια προπαγάνδας … Dictionary of Greek
προπαγανδισμός — η, Ν [προπαγανδίζω] η οργάνωση και διεξαγωγή τής προπαγάνδας … Dictionary of Greek
προπαγανδιστής — ο, θηλ. προπαγανδίστρια, Ν 1. αυτός που διενεργεί προπαγάνδα («προπαγανδιστής τού ρατσισμού») 2. αυτός που υποστηρίζει θερμά μια αρχή, μια αντίληψη, έναν τρόπο ζωής («προπαγανδιστής τής χορτοφαγίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προπαγανδίζω. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
προπαγανδιστικός — ή, ό, Ν [προπαγανδίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προπαγάνδα ή που γίνεται για προπαγάνδα (α. «προπαγανδιστική εκδήλωση» β. «προπαγανδιστικά φυλλάδια») 2. φρ. «προπαγανδιστική τέχνη» τέχνη που χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει, να… … Dictionary of Greek