-
1 προπαστάς
A vestibule, v.l. for παστάς in Sch.A.R.1.789; cf. [full] προπάστεον (sic)· τὸν πρὸ τῆς παστάδος τόπον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπαστάς
См. также в других словарях:
προπάστεον — τὸ, Α [προπαστάς] (κατά τον Ησύχ.) «τὸν πρὸ τῆς παστάδος τόπον» … Dictionary of Greek