Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προορισμός

См. также в других словарях:

  • προορισμός — early determination masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προορισμός — ο, ΝΜΑ [προορίζω] προκαθορισμός, καθορισμός εκ τών προτέρων (α. «προορισμός τού Ιδρύματος είναι να καλύψει τις ανάγκες της επαρχίας και τής ευρύτερης περιοχής β. «τῆς θείας κελεύσεως ἔργον ἐστὶν ὁ προορισμός», Δαμασκ. Ι.) νεοελλ. 1. σκοπός,… …   Dictionary of Greek

  • προορισμός — ο 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προορίζω, ορισμός από πριν για κάποιο έργο. 2. αποστολή, σκοπός: Ο προορισμός του ήταν να σπουδάσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προορισμοί — προορισμός early determination masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προορισμοῦ — προορισμός early determination masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προορισμούς — προορισμός early determination masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προορισμῷ — προορισμός early determination masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προορισμόν — προορισμός early determination masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПРЕДОПРЕДЕЛЕНИЕ — представление, распространяемое представителями религиозных монотеистических учений, согласно которому деятельность и судьба людей всецело определяются волей Бога. Центральное место это представление занимает в религиозной философии истории. В… …   Философская энциклопедия

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»