-
1 προοδοποιώ
προοδοποιέωprepare: pres subj act 1st sg (attic epic doric)προοδοποιέωprepare: pres ind act 1st sg (attic epic doric)προοδοποιῶ, προοδοποιέωprepare: pres subj act 1st sg (attic epic doric)προοδοποιῶ, προοδοποιέωprepare: pres ind act 1st sg (attic epic doric)προοδοποιόςpreparing the way: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————προοδοποιόςpreparing the way: masc /fem /neut dat sg -
2 προοδοποιῶ
Βλ. λ. προοδοποιώ -
3 προοδοποιῷ
Βλ. λ. προοδοποιώ
См. также в других словарях:
προοδοποιῶ — προοδοποιέω prepare pres subj act 1st sg (attic epic doric) προοδοποιέω prepare pres ind act 1st sg (attic epic doric) προοδοποιῶ , προοδοποιέω prepare pres subj act 1st sg (attic epic doric) προοδοποιῶ , προοδοποιέω prepare pres ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοδοποιώ — έω, ΜΑ προετοιμάζω την οδό, ετοιμάζω τον δρόμο (α. «ὁ δὲ παιδαγωγὸς οὐκ ἐναντίος τῷ διδασκάλῳ ἀλλὰ προοδοποιῶν αύτῷ», Ιωάνν. Δαμασκ. β. «πάντα γὰρ δεῑ τὰ τοιαῡτα προοδοποιεῑν πρὸς τὰς ὕστερον διατριβάς», Αριστοτ.) αρχ. 1. προετοιμάζω, ετοιμάζω εκ … Dictionary of Greek
προοδοποιῷ — προοδοποιός preparing the way masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοδοποίησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [προοδοποιῶ] η προετοιμασία τής οδού, η προπαρασκευή για τον ερχομό («παρασκευὴ τοῡτό ἐστιν ἐκείνου καὶ προοδοποίησις», Ιωάνν. Χρυσ) … Dictionary of Greek
προοδοποιητικός — ή, όν, Α [προοδοποιῶ] αυτός που συντελεί στην προοδοποίηση, που προετοιμάζει τον δρόμο … Dictionary of Greek