-
1 προνηχομαι
См. также в других словарях:
προνήχομαι — Α κολυμπώ μπροστά από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νήχω, ομαι «κολυμπώ, πλέω»] … Dictionary of Greek
προνήχομαι — πρό νήχω swim pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνέω — (I) Α συσσωρεύω, στοιβάζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νέω «συσσωρεύω»]. (II) Α προνήχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νέω «πλέω, κολυμπώ»] … Dictionary of Greek