Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

προνοώ

См. также в других словарях:

  • προνοώ — προνοῶ, έω, ΝΜΑ [νοῶ] δείχνω πρόνοια για κάτι, φροντίζω εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από νωρίς για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῡσι τῶν παίδων ὅπως μήποτε αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», Ξεν.) μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • προνοώ — προνοώ, προνόησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προνοώ — προνόησα 1. προβλέπω, σκέφτομαι από πριν: Προνόησα και πήρα τρόφιμα μαζί μου, αλλιώς θα μενα νηστικός. 2. φροντίζω, μεριμνώ για κάποιον από πριν: Οι γονείς προνοούν για τα παιδιά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προνοῶ — προνοέω perceive before pres subj act 1st sg (attic epic doric) προνοέω perceive before pres ind act 1st sg (attic epic doric) προνοοῦμαι perceive before pres subj act 1st sg (attic epic doric) προνοοῦμαι perceive before pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήδομαι — (Α) 1. έχω κατά νου, σκέφτομαι, συλλογίζομαι («τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην», Ομ. Οδ.) 2. (με κακή σημ.) τεχνάζομαι, μηχανώμαι, σχεδιάζω ή μελετώ κακά («τόσα γὰρ κακὰ μήσατ Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.) 3. (μετά τον Όμ.) επινοώ,… …   Dictionary of Greek

  • προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με …   Dictionary of Greek

  • προορώ — προορῶ, άω, ΝΜΑ [ὁρῶ] νεοελλ. (μόνον στον αόρ.) προείδα είδα εκ τών προτέρων, έχω προβλέψει μσν. αρχ. 1. βλέπω μπροστά, διακρίνω σε απόσταση μπροστά μου («οἱ μὲν διὰ τὴν δυσχωρίαν ἔπιπτον, οἱ δὲ καὶ διὰ τὸ μὴ προορᾱν τὰ ἔμπροσθεν», Ξεν.) 2. βλέπω …   Dictionary of Greek

  • συμπρονοώ — έω, ΜΑ [προνοῶ] προνοώ από κοινού με άλλους …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • αμφιπονούμαι — ἀμφιπονοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. φροντίζω, προσέχω, προνοώ 2. (το ουδέτερο τής παθητικής μετοχής τού ενεστώτα ως ουσιαστικό) τὰ ἀμφιπονούμενα, μέρη τού σώματος στην ίδια περιοχή, που έχουν προσβληθεί από νόσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πονῶ «μοχθώ,… …   Dictionary of Greek

  • διοικώ — (AM διοικῶ, έω) [οικώ] 1. ρυθμίζω, διευθετώ, διαχειρίζομαι 2. επαρκώ, φτάνω αρχ. μσν. είμαι επίτροπος μσν. 1. μέσ. κυβερνιέμαι, κανονίζω τη ζωή μου, περνώ τον καιρό μου 2. (για φατρίες τού Ιπποδρόμου) ενεργώ ως διευθυντής, ως υπεύθυνος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»