-
1 προνομή
-
2 προνομῇ
-
3 προνομη
-
4 προνομή
προνομήforaging: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 προνομή
η воен, развёрнутый кавалерийский строй -
6 προνομή
-ῆς ἡ N 1 6-6-23-4-6=45 Nm 31,11.12.32; Dt 20,14; 21,10plunder, booty Dt 21,11; (act of) plunder-ing 1 Ezr 8,74; captivity, slavery (of people) Jdt 9,4 προνομεύσεις τὴν προνομὴν αὐτῶν you shall take them captive (semit., rendering MT ביושׁ ביתשׁו) Dt 21,10; προνομεύσει τὴν προνομὴν αὐτῆς he shall carry off its wealth, he shall plunder it (semit., render-ing MT ללהשׁ ללשׁו) Ez 29,19Cf. CAIRD 1969=1972 142; DOGNIEZ 1992 128.240.244; DORIVAL 1994 396.521 -
7 προνομή
προνομ-ή, ἡ,A foraging,ἐξάγειν εἰς προνομάς X.Cyr.6.1.24
; foray, προνομὴν or προνομὰς ποιεῖσθαι, Id.HG1.1.33, 2.4.25, cf. Aen. Tact.31.8; πεδία προνομὰς ἔχοντα suitable for foraging, Plu.Fab.6; provision of fodder, PFlor.388.81 (ii A. D.).2 pl., also, foraging parties,σὺν προνομαῖς τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνειν X.HG4.1.16
, An.5.1.7, cf.Plb.4.73.4.II elephant's proboscis (cf. προνομαία), Plb.5.84.3, D.S.17.88 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προνομή
-
8 προνομή
προ-νομή, ἡ, (1) das Fouragieren, Futter Holen; auch heißen die Fouragierenden selbst αἱ προνομαί; (2) der Rüssel des Elephanten -
9 προνομαί
προνομήforaging: fem nom /voc pl -
10 προνομήν
προνομήforaging: fem acc sg (attic epic ionic) -
11 προ-νομαία
προ-νομαία, ἡ, = προνομή 2), Plut. Alex. 60 Fabric. 20; auch der Saugrüssel der Stubenfliege, Luc. musc. enc. 6.
-
12 προνομής
-
13 προνομῆς
-
14 προνομαίς
-
15 προνομαῖς
-
16 προνομών
-
17 προνομῶν
-
18 προνομάς
προνομά̱ς, προνομήforaging: fem acc pl -
19 προνομαία
προνομ-αία, ἡ,A = προνομή 11, Ph.2.512, Plu.Alex.60, Luc.Zeux.10, etc.; of a fly's proboscis, Id.Musc.Enc.6; of a bee's, Philostr.Im. 2.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προνομαία
-
20 προνομεία
προνομ-εία, ἡ, (Aπρονομή 1
) going out to forage or plunder, Plb.4.68.3 (v.l. προνομαί): rejected by Thom.Mag.p.275 R.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προνομεία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προνομῇ — προνομή foraging fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνομή — foraging fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνομή — η, ΝΜΑ επιδρομή στρατιωτών σε εχθρική χώρα με σκοπό την κάλυψη επισιτιστικών αναγκών, προνομεία νεοελλ. στρ. σχηματισμός ιππικής μονάδας εφ ενός ζυγού με αραιά διαστήματα μεταξύ τών ιππέων αρχ. 1. ό,τι έχει αποκτηθεί με προνομή, τα λάφυρα, η λεία … Dictionary of Greek
προνομαῖς — προνομή foraging fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνομαί — προνομή foraging fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνομῆς — προνομή foraging fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνομήν — προνομή foraging fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνομῶν — προνομή foraging fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
куса — набег, нападение (1): [Скочи (Всеслав) отъ нихъ (киевлян) лютымъ звѣремъ въ плъночи изъ Бѣлаграда, обѣсися синѣ мьглѣ, утръже ваззни, с три кусы отвори врата Нову граду, разшибе славу Ярославу, скочи влъкомъ до Немиги съ Дудутокъ. 35]. Нъ дьяволъ … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
пленъ — ПЛЕН|Ъ (72), А с. 1.Плен, неволя: аще же единому. ѿ прежереченою родителю. въ плѣнѣ держиму быти приключитьсѧ. (ἐν αἰχμαλωσίᾳ) КР 1284, 310а; не поведѣни ли быша въ плѣнъ чада наша. КН 1285–1291, 540б; Данилъ бо и Ѥзекиль въ плѣнѹ пррч(с)твоваста … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
προνομαία — η, ΝΑ νεοελλ. γένος εντόμων τής οικογένειας σταφυλινίδες αρχ. 1. η προβοσκίδα τού ελέφαντα 2. η μυζητική προβοσκίδα τής μέλισσας, τής μύγας κ.ά. εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προνομή + κατάλ. αία (θηλ. τής κατάλ. αῖος), πρβλ. ἁλμ αία: ἅλμη, σελην αία:… … Dictionary of Greek