-
1 προνομοθετηθήναι
-
2 προνομοθετηθῆναι
См. также в других словарях:
προνομοθετηθῆναι — προνομοθετέω make a law before aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 προνομοθετηθήναι
2 προνομοθετηθῆναι
προνομοθετηθῆναι — προνομοθετέω make a law before aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)