-
1 προνευστάζω
αμετ. мор. испытывать килевую качку -
2 προνεύω
см. προνευστάζω
См. также в других словарях:
προνευστάζω — Ν ναυτ. προνεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νευστάζω «νεύω, κλίνω την κεφαλή»] … Dictionary of Greek
προνευστασμός — ο, Ν [προνευστάζω] (ναυτ. αεροπ.) η ταλάντευση τού σκάφους κατά τον διαμήκη άξονά του, αλλ. πρόνευση, κν. σκαμπανέβασμα … Dictionary of Greek
σκαμπανεβάζω — Ν 1. (αμτβ.) (για πλοίο) ταλαντεύομαι κλίνοντας μια προς τα εμπρός και μια προς τα πίσω, προνεύω, προνευστάζω 2. μτφ. παρουσιάζω εξάρσεις και καταπτώσεις, έχω σκαμπανεβάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τού ρ. ανεβάζω με το ιταλ … Dictionary of Greek