-
1 προμυθία
A privilege of speaking first, π. πρὸς μαντείην,= προμαντεία, Hp.Ep.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμυθία
См. также в других словарях:
προμυθία — και ιων. τ. προμυθίη, ἡ, Α το προνόμιο τού να μιλά κανείς πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μυθία (< μυθος < μῦθος), πρβλ. παρα μυθία] … Dictionary of Greek
προμυθίη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. προμυθία … Dictionary of Greek
προμύθιον — τὸ, Α [προμυθία] 1. εισαγωγή μύθου με τη μορφή ηθικού διδάγματος, παραίνεσης 2. ως κύριο όν. Προμύθιον τίτλος έργου τού Σώφρονος … Dictionary of Greek