-
1 προμύσσω
A snuff a lamp,τὸν λύχνον Ar.V. 249
(prob. for πρόβυσον, cf. Sch.ad loc., Poll.2.72, 6.103), Plu.2.798b.2 metaph., extort money from, τινα Hp.Praec.4.3 λύχνον ἑαυτὸν προμύσσουτα a lamp which trims itself, pushes out its own wick, dub. cj. for προσμύσσοντα in Hero Spir. 1.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμύσσω
-
2 προμύξαι
προμύσσωsnuff: aor inf actπρομύξαῑ, προμύσσωsnuff: aor opt act 3rd sg -
3 προμύσσει
προμύσσωsnuff: pres ind mp 2nd sgπρομύσσωsnuff: pres ind act 3rd sg -
4 προμύττουσιν
προμύσσωsnuff: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)προμύσσωsnuff: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
5 προμύσσειν
προμύσσωsnuff: pres inf act (attic epic) -
6 πρόμυξον
προμύσσωsnuff: aor imperat act 2nd sg
См. также в других словарях:
προμύσσω — και αττ. τ. προμύττω Α 1. καθαρίζω, κόβω το φιτίλι τού λυχναριού («λύχνον ἑαυτὸν προμύσσοντα» λυχνάρι τού οποίου το φιτίλι αυτοκαθαρίζεται με εκτίναξη, Ήρων) 2. μτφ. αποσπώ χρήματα από κάποιον με κάθε τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μύσσω «βγάζω τη… … Dictionary of Greek
προμύξαι — προμύσσω snuff aor inf act προμύξαῑ , προμύσσω snuff aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμύσσει — προμύσσω snuff pres ind mp 2nd sg προμύσσω snuff pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμύττουσιν — προμύσσω snuff pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προμύσσω snuff pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμύσσειν — προμύσσω snuff pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόμυξον — προμύσσω snuff aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)