-
1 προμνηστρία
-
2 προμνηστρίᾳ
-
3 προμνηστρια
-
4 προμνήστρια
προμνήστριαwoman who woos: fem nom /voc sg -
5 προμνήστρια
προμνήστ-ρια, ἡ,A woman who woos or courts for another, matchmaker, Ar.Nu.41, Pl.Tht. 149d, Luc.DDeor.20.16: metaph.,ἡ κακῶν π. E.Hipp. 589
; προμνηστρίας is prob. for - ίδας in X.Mem.2.6.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμνήστρια
-
6 προμνηστρίας
προμνηστρίᾱς, προμνήστριαwoman who woos: fem acc plπρομνηστρίᾱς, προμνήστριαwoman who woos: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 προμνήστρι'
προμνήστρια, προμνήστριαwoman who woos: fem nom /voc sgπρομνήστριαι, προμνήστριαwoman who woos: fem nom /voc pl -
8 προμνηστρίαις
προμνήστριαwoman who woos: fem dat pl -
9 προμνηστρίδας
προμνήστριαwoman who woos: fem acc pl -
10 προμνήστριαι
προμνήστριαwoman who woos: fem nom /voc pl -
11 προμνήστριαν
προμνήστριαwoman who woos: fem acc sg -
12 προμνηστρις
- ίδος ἥ Xen. = προμνήστρια См. προμνηστρια -
13 προ-μῡθίκτρια
προ-μῡθίκτρια (μυϑίζω), ἡ, = προμνήστρια, Poll. 3, 31.
-
14 μνήστρια
-
15 προμνηστριών
-
16 προμνηστριῶν
-
17 μνήστρια
A = προμνήστρια, Poll.3.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνήστρια
-
18 νυμφεύτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυμφεύτρια
-
19 προμνάομαι
A woo or court for another, Pl.Tht. 150a;τινί τινα Luc. Herod.6
; ἡ προμνησαμένη, = προμνήστρια, X.Mem.2.6.36: metaph., Pl.Tht. 151b; προμνᾶταί τί μοι γνώμα my mind woos me to hope, c. inf., S.OC 1075: c. dat., woo themes for others, Pl.Mx. 239c.2 generally, endeavour to obtain, solicit,τοιαυ-τα π. ἑκάστῳ προσιών X. An.7.3.18
; π. αὐτῷ Κιλικίαν solicit it for him, Plu.Luc.6;κωφότητα π. Id.2.38b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμνάομαι
-
20 προμνθίκτρια
προμν ¯ θίκτρια, ἡ, [dialect] Dor. for προμνήστρια, Poll.3.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμνθίκτρια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προμνηστρίᾳ — προμνηστρίᾱͅ , προμνήστρια woman who woos fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνήστρια — woman who woos fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνήστρια — ἡ, Α 1. η προξενήτρα 2. αυτή που προξενεί κάτι, ιδίως κακό («ἡ κακῶν προμνήστρια», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προμνῶμαι + επίθημα τρια (πρβλ. υπομνήσ τρια)] … Dictionary of Greek
προμνηστρίας — προμνηστρίᾱς , προμνήστρια woman who woos fem acc pl προμνηστρίᾱς , προμνήστρια woman who woos fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνήστρι' — προμνήστρια , προμνήστρια woman who woos fem nom/voc sg προμνήστριαι , προμνήστρια woman who woos fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνηστριῶν — προμνήστρια woman who woos fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνηστρίαις — προμνήστρια woman who woos fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνηστρίδας — προμνήστρια woman who woos fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνήστριαι — προμνήστρια woman who woos fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνήστριαν — προμνήστρια woman who woos fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνώμαι — μνώμαι, άομαι (Α) 1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ ὀλοοῑο φόβοιο», Ομ. Ιλ.) 2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.) 3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας 4. ζητώ γυναίκα σε γάμο 5.… … Dictionary of Greek