-
1 запастись
-
2 доставать
доста||ва́тьнесов1. (до чего-α.) φτάνω, ἀγγίζω, πιάνω:\доставать до потолка φτάνω ὡς τό ταβάνι· \доставать до дна ἀγγίζω τόν πάτο·2. (вынимать) βγάζω, παίρνω:\доставать из портфе́ля βγάζω ἀπό τό χαρτοφύλακα·3. (приобретать, добывать) βρίσκω, προμηθεύομαι, πορίζομαι:\доставать материа́л для постройки προμηθεύομαι ὑλικά γιά τό χτίσιμο· \доставать билет в театр βρίσκω είσιτήριο γιά τό θέατρο·4. безл (быть достаточным) φτάνει, ἐπαρκεί:не \доставать δέν φτάνει, δέν ἐπαρκεί· \доставатьваться1. (выпадать на долю) τυχαίνω, λαχαίνω·2. безл разг:ему́ часто \доставатьется от матери τίς ἀρπάζει συχνά ἀπό τή μητέρα του, τρώει συχνά κατσάδα ἀπό τή μητέρα του. -
3 заготавливать
1. (заблаговременно приготовлять) (προ)ετοιμάζω, προπαρασκευάζω 2. (закупать) εφοδιάζω, προμηθεύομαι 3. (за-пасать) (εν)αποθηκεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заготавливать
-
4 набрать
1. см. набирать 2. (взять какое-л. количество) παίρνω, γεμίζω, εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι 3. (принять, навербовать) προσλαμβάνω 4. (составить что-л. целое из отдельных частей) συνθέτωσυναρμολογώ, κατασκευάζω, φτιάχνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > набрать
-
5 запасти
-
6 добывать
добыва||тьнесов1. (руду и т. п.) ἐξορύσσω, ἐξάγω·2. (сведения, средства и т. п.) ἐξευρίσκω, πορίζομαι, προμηθεύομαι. -
7 заводить
заводитьнесов1. (куда-л.) φέρνω. ὀδηγῶ·2. (приобретать) ἀποκτῶ, παίρ-νω, προμηθεύομαι/ ἀγοράζω (покупать); \заводить корову παίρνω (или ἀποκτῶ) ἀγελάδα·3. (вводить, устанавливать) καθιερώνω, ἐφαρμόζω, είσάγω:\заводить новые порядки ἐφαρμόζω νέα τάξη· \заводить моду καθιερώνω τή μόδα·4. (механизм):\заводить часы κουρδίζω τό ρολόγι· \заводить мотор βάζω μπρος τή μηχανἤ ◊ \заводить разговор πιάνω κουβέντα, ἀνοίγω συζήτηση· \заводить знакомство πιάνω γνωριμία· \заводить спор κάνω (или στήνω) καυγἄ· \заводить в тупик ὀδηγῶ σέ ἀδιέξοδο. -
8 заготавливать
заготавливатьнесов (έν)αποθηκεύω, 4νω προμήθειες (закупать)! ἐφοδιάζομαι, προμηθεύομαι (продовольствие и т. ἡ.)/ ἐτοιμάζω, προετοιμάζω ἀδεια είσοδοι; (пропуск и т. п.). -
9 закупать
закупатьнесов, закупить сов προμηθεύομαι, ψωνίζω/ ἀγοράζω χοντρικά (оптом):\закупать провизию ψωνίζω τρόφιμα· \закупать дрова ἀγοράζω ξύλα (χοντρικά). -
10 запасаться
запасать||сяπρομηθεύομαι, ἐφοδιάζομαι· ◊ \запасатьсяся терпением ὁπλίζομαι μέ ὑπομονή. -
11 обзавестись
обзавестисьсов, обзаводиться несов разг προμηθεύομαι, ἐφοδιάζομαι:\обзавестись семьей ἀποκτῶ οἰκογένεια, γίνομαι οίκογενειάρ-χης· \обзавестись хозяйством νοικοκυρεύομαι, κάνω νοικοκυριό. -
12 покупать
покупать Iнесов ἀγοράζω, προμηθεύομαι, ψωνίζω.покупать IIсов разг см. купать. -
13 раздобывать
раздобыватьнесов, раздобыть сов ἐξοικονομώ, προμηθεύομαι. -
14 закупать
[ζακουπάτ”] ρ. προμηθεύομαι -
15 закупать
[ζακουπάτ”] ρ προμηθεύομαι -
16 готовить
-влю, -вишь, ρ.δ.μ.1. ετοιμάζω, καταρτίζω, κάνω•готовить кадры καταρτίζω στελέχη•
готовить уроки κάνω τα μαθήματα.
2. μαγειρεύω•готовить обед ετοιμάζω το γεύμα (το φαγητό).
3. εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι, αποθηκεύω•готовить дрова на зиму εφοδιάζομαι καυσόξυλα για το χειμώνα.
4. μηχανεύομαι, βουλεύομαι, επινοώ, προσχεδιάζω•επιφυλάσσω•готовить сюрприз επιφυλάσσω έκπληξη.
1. ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, προπαρασκευάζομαι•готовить к отъезду ετοιμάζομαι για αναχώρηση.
|| προτίθεμαι.2. επίκειμαι•готовятся крупные события επίκεινται μεγάλα γεγονότα.
3. καταρτίζομαι, παρασκευάζομαι. || εφοδιάζομαι. -
17 добыть
-буду, -будешь; παρλθ. χρ. добыл κ. добыл, -ла, добыло κ. добыло; προστκ. добудь; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. добытый, добыт, -а, -о κ. добыт, -а, -о ρ.σ.μ.1. φτάνω, βρίσκω•я с трудом -ыл необходимые книги με δυσκολία κατόρθωσα να βρω τα απαραίτητα βιβλία.
|| εξευρίσκω, αποκτώ, προμηθεύομαι•средства к существованию εξευρίσκω τα προς του ζειν.
(κυνηγ.) χτυπώ, σκοτώνω, φονεύω• πιάνω.2. εξάγω, εξορύσσω, βγάζω. -
18 довольствовать
-ствую, -ствуешь, ρ.δ.μ.1. παλ. ικανοποιώ (κάποια ανάγκη).2. (στρατ.) εφοδιάζω, προμηθεύω (με τρόφιμα, ιματισμό, οικονομικά).1. ικανοποιούμαι, είμαι ικανοποιημένος• αρκούμαι•довольствовать малым αρκούμαι στα λίγα•
довольствовать немногим είμαι ολιγαρκής, αρκούμαι στα λίγα.
2. (στρατ.) εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι. -
19 забазировать
-рую, -руешьρ.σ.μ.εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι, εναποθηκεύω. -
20 завести
-веду, -ведешь, παρλθ. χρ. завел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заведенный, βρ: -ден, -дена, -о επιρ. μτχ. заведяρ.σ.μ.1. οδηγώ, φέρω• πηγαίνω•завести в тупик οδηγώ σε αδιέξοδο•
завести ребенка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο)•
куда ты -вел меня? που με πήγες; που μ’ έφερες;
2. δημιουργώ, φτιάχνω, ιδρύω•завести библиотеку φτιάχνω βιβλιοθήκη.
|| αποκτώ, παίρνω, έχω•-корову έχω δική μου αγελάδα•
завести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•
завести семью αποκτώ (φτιάνω) οικογένεια•
завести привычку αποκτώ συνήθεια.
3. εγκαθιδρύω, εγκατασαίνω, εισάγω, καθιερώνω•-новые порядки βάζω καινούργια τάξη•
-обыкновение καθιερώνω συνήθεια.
4. κουρδίζω•часы κουρδίζω το ρολόγι•
завести машину βάζω μπρος στη μηχανή.
5. αχίζω, ανοίγω•завести разговор ανοίγω κουβέντα•
завести переписку ανοίγω αλληλο γραφία•
завести знакомство πιάνω γνωριμίες•
он за-вел канитель αυτός άρχισε ανιαρή ιστορία.
εκφρ.завести глаза – α) ανασηκώνω τα μάτια. β) κλείνω τα μάτια, αποκοιμούμαι.1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•в доме -лись мыши στο σπίτι εμφανίστηκαν ποντίκια.
2. καθιερώνομαι•-лись новые порядки μπήκε καινούργια τάξη•
-лось обыкновение καθιερώθηκε συνήθεια.
3. παλ. προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•завести мебелью εφοδιάζομαι με έπιπλα.
4. κουρδίζομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προμηθεύομαι — προμηθεύομαι, προμηθεύτηκα (σπάν. προμηθεύθηκα) βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προμηθεύομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευθέντα — προμηθεύομαι aor part mp neut nom/voc/acc pl προμηθεύομαι aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευόμενον — προμηθεύομαι pres part mp masc acc sg προμηθεύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθεύσεται — προμηθεύομαι aor subj mp 3rd sg (epic) προμηθεύομαι fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευθεῖσαν — προμηθεύομαι aor part mp fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευομένοις — προμηθεύομαι pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευομένῳ — προμηθεύομαι pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευσαμένη — προμηθεύομαι aor part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευσαμένης — προμηθεύομαι aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευσαμένου — προμηθεύομαι aor part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)