-
1 προμηθευτικός
η, ό[ν] 1.1) связанный с поставками, снабжением; снабженческий;προμηθευτικό γραφείο — снабженческая контора;
προμηθευτικός συνεταιρισμός — снабженческая кооперация;
2) комиссионный;2.:τα προμηθευτικά — комиссионные
См. также в других словарях:
προμηθευτικός — using forethought masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευτικός — ή, ό / προμηθευτικός, ή, όν, ΝΜ [προμηθεύω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμηθευτή ή στην προμήθεια 2. αυτός που αναλαμβάνει προμήθειες («προμηθευτικό γραφείο) 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα προμηθευτικά αμοιβή ή κέρδος… … Dictionary of Greek
προμηθευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμηθευτή. 2. αυτός που αναλαμβάνει την προμήθεια: Προμηθευτικός συνεταιρισμός δημόσιων υπαλλήλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προμηθευτικόν — προμηθευτικός using forethought masc acc sg προμηθευτικός using forethought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευτικῶς — προμηθευτικός using forethought adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χορηγία ή στο χορηγό, παροχικός, προμηθευτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)