-
1 προ-λῡπέω
προ-λῡπέω, vorher betrüben; pass. προλυπεῖσϑαι, im Ggstz von προχαίρειν, Plat. Phil. 39 d; Phaedr. 258 e; προλυπηϑείς, Arist. Eth. 10, 3, 6.
См. также в других словарях:
προλυπηθείς — προλῡπηθείς , προλυπέομαι aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)