-
1 προληπτικός
[пролиптикос] εκ. предупредительный, предотвращающий, предубежденный, суеверный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προληπτικός
-
2 превентивный
προληπτικός, αποτρεπτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > превентивный
-
3 профилактический
προληπτικός, προφυλακτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профилактический
-
4 суеверный
-
5 превентивный
επ. (γραπ. λόγος)• προληπτικός• αποτρεπτικός•-ая прививка προληπτικό εμβόλιο•
мероприятия -ого характера μέτρα προληπτικού χαρακτήρα•
-ое наступление προληπτική επίθεση•
-ая воина προληπτικός πόλεμος.
-
6 профилактический
επ.προφυλακτικός•-ие средства προφυλακτικά μέσα.
|| προληπτικός•профилактический ремонт προληπτική επισκευή•
-ая прививка προληπτικός εμβολιασμός.
-
7 суеверный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноπροληπτικός•суеверный человек προληπτικός άνθρωπος.
-
8 предохранительный
ασφαλιστικός, προφυλακτικός, προστατευτικός, προληπτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предохранительный
-
9 предупредительностьый
предупредительность||ыйприл1. (о мерах и т. п.) προληπτικός, προφυλακτικός:\предупредительностьыйые меры τά προληπτικά μέτρα· \предупредительностьыйый сигнал τό προειδοποιητικό σύνθημα (σινιάλο)·2. (о человеке) περιποιητικός, ὑποχρεωτικός. -
10 суеверный
суевер||ныйприл προληπτικός, δεισιδαίμων. -
11 предохранительный
επ.ασφαλιστικός προφυλακτικός• προστατευτικός•предохранительный клапан ασφαλιστική δικλίδα•
-ые прививки προληπτικός εμβολιασμός•
-ые меры προφυλακτικά μέτρα.
-
12 предупредительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о.1. προφυλακτικός, προληπτικός•-ые меры προληπτικά μέτρα.
|| προειδοποιητικός (για κίνδυνο).2. περιποιητικός, εξυπηρετικός, φιλόφρονας, -νητικός•предупредительный человек φιλόφρονας άνθρωπος.
-
13 суевер
-а α. -ка, -и θ.προληπτικός, -ή, δε ισιδαίμονας, -η.
См. также в других словарях:
προληπτικός — anticipative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικός — ή, ό / προληπτικός, ή, όν, ΝΑ [προλαμβάνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόληψη νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί κάτι (α. «πήραν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική… … Dictionary of Greek
προληπτικός — ή, ό 1. αυτός που προλαβαίνει κάτι ή που εκφράζει, δηλώνει το αποτέλεσμα της πράξης: Προληπτικά μέτρα. – Προληπτικό κατηγορούμενο. 2. αυτός που έχει προλήψεις, δεισιδαίμονας: Την Τρίτη δεν εργάζεται, γιατί είναι προληπτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προληπτικά — προληπτικός anticipative neut nom/voc/acc pl προληπτικά̱ , προληπτικός anticipative fem nom/voc/acc dual προληπτικά̱ , προληπτικός anticipative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικώτερον — προληπτικός anticipative adverbial comp προληπτικός anticipative masc acc comp sg προληπτικός anticipative neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικόν — προληπτικός anticipative masc acc sg προληπτικός anticipative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικοί — προληπτικός anticipative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικούς — προληπτικός anticipative masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτική — προληπτικός anticipative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικήν — προληπτικός anticipative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικῶς — προληπτικός anticipative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)