-
1 προκαθημαι
ион. προκάτημαι (только praes. и impf.)1) лежать впередиπροκατήμενοι πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος (sc. Θεσσαλοί) Her. — фессалийцы, живущие впереди остальной Эллады;
π. ἐπὴ τῷ στόματι τῆς θαλάμης Arst. — (о полипе) лежать перед отверстием (своей) норки2) заслонять спереди, служить защитойἱκανὸς εἶναι ἑωυτοῦ π. Her. — быть достаточно сильным, чтобы защитить себя;
οἳ τετράμοιρον νυκτὸς φρουρὰν προκάθηνται Eur. — (солдаты), несущие четвертую ночную стражу3) стоять во главе(τοῦ πλήθους Arst.)
4) восседать на первом месте, председательствовать(οἱ προκαθήμενοι ἄρχοντες Polyb.; μετὰ τῶν ἀρίστων Plut.)
-
2 προκάθημαι
μετ., αμετ.1) сидеть впереди (других); 2) быть главой (чего-л.), возглавлять (что-л.) -
3 προκατημαι
ион. = προκάθημαι См. προκαθημαι
См. также в других словарях:
προκάθημαι — to be seated before pres ind mid 1st sg προκάθημαι to be seated before pres ind mid 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάθημαι — ΝΜΑ και ιων. τ. προκάτημαι Α [κάθημαι] 1. στέκω, κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο 2. κάθομαι κατά προτίμηση μπροστά άπο άλλους επειδή κατέχω τιμητική θέση (α. «οι προκαθήμενοι στο θέατρο είναι συνήθως επίσημοι» β. «προκάθηνται καθ ἡλικίαν καὶ… … Dictionary of Greek
προκαθήμεθα — προκάθημαι to be seated before imperf ind mid 1st pl προκάθημαι to be seated before pres ind mid 1st pl προκάθημαι to be seated before pres ind mid 1st pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάθησθε — προκάθημαι to be seated before pres ind mid 2nd pl προκάθημαι to be seated before pres imperat mid 2nd pl προκάθημαι to be seated before pres ind mid 2nd pl (ionic) προκαθίημι let down beforehand aor subj mid 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάθηνται — προκάθημαι to be seated before pres ind mid 3rd pl προκάθημαι to be seated before pres ind mid 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάθησαι — προκάθημαι to be seated before pres ind mid 2nd sg προκάθημαι to be seated before pres ind mid 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάθηται — προκάθημαι to be seated before pres ind mid 3rd sg προκάθημαι to be seated before pres ind mid 3rd sg (ionic) προκαθίημι let down beforehand aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάθῃ — προκάθημαι to be seated before pres ind mid 2nd sg προκαθίημι let down beforehand aor subj mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάθητ' — προκάθηται , προκάθημαι to be seated before pres ind mid 3rd sg προκάθηται , προκάθημαι to be seated before pres ind mid 3rd sg (ionic) προκάθηται , προκαθίημι let down beforehand aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek