-
1 προκόμιον
προκόμιονforelock: neut nom /voc /acc sg -
2 προκόμιον
A forelock of a horse, X.Eq.5.6; τὸ π. [τοῦ βονάσου] frontal tuft, Arist.HA 630a35; of human beings,τὰ π. ψιλοῦν Str.3.4.17
.II false hair, false front, Ar.Fr.320.2, Arist. Oec. 1348a30, IG11(2).203B41 (iii B.C.);π. πρόσθετον Poll.2.30
;π. περίθετα Ath.12.523a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκόμιον
-
3 προκομίων
προκόμιονforelock: neut gen pl -
4 προκόμια
προκόμιονforelock: neut nom /voc /acc pl -
5 κόμιον
-
6 πηνήκη
πηνήκ-η, ἡ, -
7 προκομία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκομία
-
8 προκόσμιον
προκόσμ-ιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκόσμιον
-
9 προκόττα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκόττα
-
10 πρόσθετος
2 put on, of false hair, X.Cyr.1.3.2, Luc.Alex.3, etc.; πρόσθετοι (sc. κόμαι or κόσμοι) Ar.Fr. 321; προκόμιον π. Poll.2.30;π. παχύτης Luc.Salt.27
.II = Lat. addictus, given up, assigned to the creditor, of debtors,π. τινὰ ποιήσασθαι D.H.6.59
, cf. Plu.Luc.20: generally, assigned, handed over, [κτήματα] π. ποιήσαντες Μαυσσώλλῳ SIG167.12
(Mylasa, iv B.C.), cf. 633.99 (Milet., ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσθετος
См. также в других словарях:
προκόμιον — forelock neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκόμιον — τὸ, Α 1. η τούφα από τη χαίτη τού αλόγου που πέφτει στο μέτωπο 2. (σχετικά με πρόσ.) το τσουλούφι, η φούντα 3. ψεύτικα μαλλιά που συνήθιζαν να φορούν οι Περσίδες και οι Ελληνίδες γυναίκες στο μέτωπο, φενάκη, περούκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κόμιον … Dictionary of Greek
προκομίων — προκόμιον forelock neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκόμια — προκόμιον forelock neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκομία — ἡ, Α το προκόμιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προκόμιον, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
πρόκοττα — και προκόττα, ἡ, Α (δωρ. τ.) το προκόμιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοττίς «κεφαλή», κατά τα θηλ. σε α] … Dictionary of Greek