-
1 προκωμογραμματεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκωμογραμματεύς
См. также в других словарях:
προκωμογραμματεύς — έως, ὁ, Α αυτός που εκτελεί καθήκοντα κωμογραμματέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κωμογραμματεύς «γραμματέας τής κώμης»] … Dictionary of Greek