Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προκυλίνδομαι

См. также в других словарях:

  • προκυλίνδομαι — και προκυλίομαι Α 1. (για θάλασσα) κυλώ, κυματίζω προς τα εμπρός 2. προκυλινδοῡμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κυλίνδομαι / κυλίομαι «κυλιέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • προκυλινδόμενον — προκυλίνδομαι roll forward pres part mp masc acc sg προκυλίνδομαι roll forward pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκυλίνδει — προκυλίνδομαι roll forward pres ind mp 2nd sg προκυλίνδομαι roll forward pres ind act 3rd sg προκυλινδέομαι roll before pres imperat act 2nd sg (attic epic) προκυλινδέομαι roll before imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκυλινδομέναις — προκυλίνδομαι roll forward pres part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκυλινδόμενος — προκυλίνδομαι roll forward pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκυλίνδεσθαι — προκυλίνδομαι roll forward pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκυλίνδεται — προκυλίνδομαι roll forward pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκυλίνδετο — προκυλίνδομαι roll forward imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκυλίνδημα — ήματος, τὸ, Α [προκυλίνδομαι] 1. ξετύλιγμα, ξεδίπλωμα 2. μτφ. το προηγούμενο κύμα …   Dictionary of Greek

  • προκυλίομαι — Α βλ. προκυλίνδομαι …   Dictionary of Greek

  • προκυλισθῆναι — προκυλῑσθῆναι , προκυλίνδομαι roll forward aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»