-
1 προκινδυνεύειν
προκινδυνεύωrun risk before: pres inf act (attic epic)προκινδῡνεύειν, προκινδυνεύωrun risk before: pres inf act (attic epic) -
2 πελταστικός
πελταστικός, zum πελταστής gehörig, ihn betreffend; πελταστικὸς ἀνήρ, der mit der πέλτη zu kämpfen versteht, Plat. Theaet. 165 d οἱ πελταστικοί, Prot. 350 a; ἡ πελταστική, die Kunst, mit der πέλτη zu kämpfen, Legg. VII, 813 d; ὅπλα πελταστικά, Pol. 23, 9, 3; – τὸ πελταστικόν, die Schaar der Peltasten, Xen. An. 7, 6, 26; er bildet auch den superl. des adv. πελταστικώτατα, aufs beste nach Art leichtbewaffneter Krieger, προκινδυνεύειν, Xen. Oec. 21, 7.
-
3 ιππικως
См. также в других словарях:
προκινδυνεύειν — προκινδυνεύω run risk before pres inf act (attic epic) προκινδῡνεύειν , προκινδυνεύω run risk before pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκινδυνεύω — ΝΑ [κινδυνεύω] αγωνίζομαι για κάτι αψηφώντας τον κίνδυνο (α. «πολίτου δ ἁγαθοῡ νομίζω προκινδυνεύειν ἐθέλειν τοῡ πλήθους», Ανδοκ. β. «προκινδυνεύειν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας», Λυσ.) αρχ. 1. εκτίθεμαι σε κίνδυνο αγωνιζόμενος στην πρώτη γραμμή τής μάχης … Dictionary of Greek