Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προκινδυνεύειν

См. также в других словарях:

  • προκινδυνεύειν — προκινδυνεύω run risk before pres inf act (attic epic) προκινδῡνεύειν , προκινδυνεύω run risk before pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκινδυνεύω — ΝΑ [κινδυνεύω] αγωνίζομαι για κάτι αψηφώντας τον κίνδυνο (α. «πολίτου δ ἁγαθοῡ νομίζω προκινδυνεύειν ἐθέλειν τοῡ πλήθους», Ανδοκ. β. «προκινδυνεύειν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας», Λυσ.) αρχ. 1. εκτίθεμαι σε κίνδυνο αγωνιζόμενος στην πρώτη γραμμή τής μάχης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»