-
1 προκελευσματικών
-
2 προκελευσματικῶν
См. также в других словарях:
προκελευσματικῶν — προκελευσματικός proceleusmatic masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 προκελευσματικών
2 προκελευσματικῶν
προκελευσματικῶν — προκελευσματικός proceleusmatic masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)