-
1 προκαθιστημι
1) заранее выставлять(φύλακας πρὸς στρατοπέδου Xen.; φυλακῆς μέ προκαθεστηκυίας Thuc.)
2) ранее устанавливатьπροκατεστησάμεθα Sext. — это мы установили выше;
ἐπὴ προκατασταθεῖσι τούτοις Sext. — по установлении этого
См. также в других словарях:
προκατεστησάμεθα — προκαθίστημι appoint beforehand aor ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθίστημι — Α [καθίστημι] 1. τοποθετώ, διορίζω εκ τών προτέρων («ἄρχειν αὐτὸν τῶν σωματοφυλάκων... προκαταστήσας», Δίων Κάσα) 2. (μέσ. με ενεργ. σημ.) προκαθίσταμαι α) παρασκευάζω, τακτοποιώ εκ τών προτέρων («οὕτω προκαταστησάμενον τὸν λόγον», Δίον. Αλ.) β)… … Dictionary of Greek