-
1 προκατεδειται
Luc. 3 л. sing. fut. к προκατεσθίω См. προκατεσθιω -
2 προ-κατ-εσθίω
προ-κατ-εσθίω (s. ἐσϑίω), vorher aufessen, fut. προκατεδεῖται Luc. diss. c. Hes. 7.
-
3 προκατεσθιω
заранее съедатьτὰ ὄρνεα προκατεδεῖται τέν ἅπασαν τοῦ θέρους ἐλπίδα Luc. — (если посеянное зерно не прикрыть землей), птицы съедят всю надежду на урожай (досл. на лето)
См. также в других словарях:
προκατεσθίω — Α κατατρώγω, καταδαπανώ εκ τών προτέρων («προκατεδεῑται τὴν ἅπασαν τοῡ θέρους ἐλπίδα», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατεσθίω «κατατρώγω, καταβροχθίζω»] … Dictionary of Greek