-
1 προκαταταχέω
A to be beforehand, get the start of another, τινος S.E.M.10.145 sq.; with v.l. [full] προκατατᾰχύνω, ib. 153:—[voice] Pass., of ships,- ταχούμενα ὑπὸ τοῦ ῥεύματος Gem.12.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαταταχέω
См. также в других словарях:
προκαταταχύνω — Α (δ. γρφ.) προκαταταχῶ* … Dictionary of Greek